Αλλάξτε τη ζωή σας με τη δύναμη της σκέψης σας

Όταν η δύναμη εκδηλώνεται στον άνθρωπο, μπορεί να πάρει πολλές όψεις, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο αναφέρεται... Ανάμεσα στους δυο άγνωστους και άπειρους κόσμους, των φυσικών δυνάμεων που εκδηλώνονται στον άνθρωπο σαν ένστικτα και του πνεύματος που εκδηλώνεται σαν βούληση, υπάρχει ο χώρος που ανήκει στον άνθρωπο, ο ανθρώπινος κόσμος, ο κόσμος που συλλαμβάνεται με το νου και εκεί η Δύναμη γίνεται γνωστή σαν «θέληση».

Σε αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος έχει άμεση πρόσβαση και είναι σε θέση να τον διαμορφώσει. Η «θέληση» του λοιπόν αναπτύσσεται, καλλιεργείται, υποβάλλεται και ελέγχεται μέσα από τεχνικές. Οι τεχνικές αυτές είναι οι λεγόμενες «τεχνικές αυθυποβολής», μέσα από τις οποίες αυτός που τις εξασκεί γίνεται κύριος της προσωπικότητας του μέσω του νου, μέσω της χρήσης της φαντασίας.

ΘΕΛΗΣΗ
Αναζητώντας τον ορισμό της θέλησης διαπιστώνει κανείς ότι είναι ένας από τους όρους που είναι πολύ δύσκολο να δοθούν. Στη βιβλιογραφία που υπάρχει, υπάρχουν κάποιοι λογοτεχνικοί ορισμοί, αλλά ελάχιστοι από αυτούς δίνουν το βάθος της ιδέας.

Ίσως επειδή η αρχή των πραγμάτων δύσκολα μπορεί να μπει σε καλούπι, δύσκολα μπορεί ο δημιουργός να γίνει αντιληπτός από το ίδιο του το δημιούργημα. Και η θέληση, απ’ ότι φαίνεται είναι στο βάθος ο δημιουργός κάθε ανθρώπινης δράσης, κι ακόμα, αν μεγεθύνουμε τα πράγματα, είναι ο δημιουργός και η κινητήρια δύναμη του Σύμπαντος. Είναι η σπίθα εκείνη που πυροδοτεί τα αποθέματα ενέργειας, «καυσίμων», που χρειάζεται κάθε δράση για να εκδηλωθεί.

Στα ανθρώπινα πλαίσια, είναι το σύνολο των νοητικών και συναισθηματικών ωθήσεων (αιτίες και κίνητρα) που οδηγούν προς ένα αντικείμενο-σκοπό. Η θέληση προϋποθέτει συνείδηση, δηλαδή γνώση του εαυτού, γνώση του πεδίου στο οποίο βρίσκεται ο εαυτός, και γνώση του πεδίου όπου θέλει να οδηγηθεί, δηλαδή του μέλλοντος. Αυτό δένει αναπόσπαστα την ικανότητα της θέλησης με την ικανότητα της φαντασίας. Μπορεί ο άνθρωπος να βρεθεί μόνο εκεί όπου μπορεί να φανταστεί ότι θα πάει, αλλιώς δεν θα ξεκινήσει ποτέ, ακόμα κι αν πρακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει τη δυνατότητα να το κάνει.

Δεν πρέπει να ταυτιστεί η θέληση με την επιθυμία, πράγμα που συχνά συμβαίνει, γιατί στον κόσμο των επιθυμιών, στο συναισθηματικό κόσμο δηλαδή, το χαρακτηριστικό είναι η μεταβλητότητα, η αστάθεια, η σύγκρουση μεταξύ παράλληλων αλλά αντίθετων επιθυμιών. Η θέληση αντίθετα χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα και καθαρότητα σκοπού, από διάρκεια, από έλεγχο, από υπέρβαση της σύγκρουσης αντίθετων επιθυμιών, από συνείδηση.

Η θέληση, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλεται σε όλους τους ανθρώπινους φορείς. Με τη θέληση ελέγχουμε το σώμα μας, ακόμα και ζωτικές μας λειτουργίες, με τη θέληση ελέγχουμε τα συναισθήματα μας, με τη θέληση ελέγχουμε ακόμα και τις σκέψεις μας. Ταυτίζεται λοιπόν η ύπαρξη της θέλησης και είναι ανάλογη με τη συνειδητότητα του καθενός, εφόσον πρόκειται για τη δύναμη του όντος πέρα από φυσικές δυνατότητες, προτιμήσεις ή γνώσεις. Παρόλαυτα, αφού το κέντρο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας είναι ο νους, η φυσική έδρα της συνείδησης, αλλά και της θέλησης είναι ο νους. Η δυνατότητα ελέγχου του νου, από τη θέληση, συνειδητά και αποφασισμένα, είναι και η δυνατότητα ελέγχου όλης της ανθρώπινης προσωπικότητας.

ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΙ ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗ
Χρησιμοποιούμε τη λέξη «υποβολή» για να περιγράψουμε την επίδραση στη συμπεριφορά μας ενός μηνύματος του νου, που η δύναμη του εξαρτάται από την άμεση επιρροή που έχει στα συναισθήματα και στη φαντασία μας. Έχει πολύ μικρή ή ανύπαρκτη σχέση με τη λογική. Είναι μια κατηγορηματική δήλωση που δεχόμαστε χωρίς σκέψη, χωρίς κριτική, αφού ανταποκρίνεται σε κάποια αισθήματα, που έχουν ήδη καλλιεργηθεί μέσα μας, πιθανό στο χώρο του υποσυνείδητου.

Η δύναμη της υποβολής δεν βρίσκεται στην ίδια αλλά στη δύναμη των συναισθημάτων που ξυπνάει, χωρίς απαραίτητα να τα δημιουργεί η ίδια, αλλά οι εικόνες που μας βομβαρδίζουν. Η επανάληψη εντυπώνει μέσα μας την υποβολή, τόσο ώστε και μια αδύνατη υποβολή, με την επανάληψη να γίνεται δυνατή.

Η φαντασία που λειτουργεί κατά τη διάρκεια της υποβολής καθορίζει την συμπεριφορά, πολύ περισσότερο από ότι η θέληση. Αυτή είναι που διεγείρεται από τις όποιες ιδέες μας βομβαρδίζουν και αυτή είναι που ουσιαστικά ελέγχεται, είτε από τη δική μας θέληση, είτε από τη θέληση των άλλων που μας υποβάλλουν.

Η διαφορά ανάμεσα στην υποβολή και αυθυποβολή είναι πολύ μικρή. Η πρώτη γίνεται από έξω, ή από άλλους, ενώ η αυθυποβολή είναι η υποβολή που κάνουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Μια υποβολή για να γίνει αυθυποβολή, πρέπει πρώτα να έχει τη συναισθηματική μας «έγκριση».

Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την υποβολή και την αυθυποβολή σαν βλαβερές ή ωφέλιμες. Θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τα πλαίσια στα οποία γίνονται. Όλα εξαρτούνται από το πόσο μπορεί κάποιος να ελέγχει τα συναισθήματα του και να τα κατευθύνει εκεί που πρέπει. Οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα αισθήματα μας μπορεί να μας οδηγήσει σε δράση ακόμα και ενάντια στη λογική. Η λογική μας βοηθάει να αποφασίσουμε που και πότε θα εκφράσουμε τα συναισθήματα μας, δεν είναι σε θέση όμως να τα εξαφανίσει ούτε να τα καταπνίξει, πράγμα όχι μόνο δύσκολο αλλά ακόμα και επικίνδυνο.

Η ανθρώπινη συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από υποβολές ή και αυθυποβολές που έχει υποστεί ο άνθρωπος από την ώρα που ήρθε στον κόσμο. Η πεποίθηση μας για τον κόσμο και κυρίως για τον εαυτό μας, δημιουργήθηκε με βάση τα μηνύματα που κατ’ αρχή δεχτήκαμε με το συναισθηματικό μας φορέα, μηνύματα-σοκ ή μηνύματα αδιόρατα αλλά με τη δύναμη της επανάληψης. Οτιδήποτε θα προσπαθήσει αργότερα να διαλύσει αυτή την εικόνα που μας έχει υποβληθεί θα πέσει πάνω σε ένα τοίχο.

Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες η υποβολή μπορεί να πετύχει πολλά, σε όλο το φάσμα της προσωπικότητας μας.

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications