Το “κόμμα του εγκλήματος” και οι πολίτες… έρμαια ενός ένοπλου περιθωρίου
Το “κόμμα του εγκλήματος” και οι πολίτες… έρμαια ενός ένοπλου περιθωρίου

Σοκαρισμένο το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας παρακολουθεί εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα το πώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει το συμβάν που διεξήχθη σε κοσμηματοπωλείο της περιοχής της πλατείας Ομονοίας, που οδήγησε στη σύλληψη του ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου, ο οποίος αντιμετωπίζει κακουργηματικές κατηγορίες για τον θάνατο του φερόμενου ως ληστή.

Το τι ακριβώς συνέβη και τι τυχόν ποινικές ευθύνες υπάρχουν, είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να το διευκρινίσει. Ωστόσο, εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Το ότι, δηλαδή, πολλά πρώην και νυν κυβερνητικά στελέχη έσπευσαν να προκαταλάβουν τη Δικαιοσύνη μιλώντας για «αυτοδικία», «λυντσάρισμα» και «δολοφονία» και υποστήριξαν ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτό «να παίρνουν οι πολίτες τον νόμο στα χέρια τους».

Αν και οι ιατροδικαστές που διεξήγαγαν τη νεκροψία ήταν ξεκάθαροι ότι τα χτυπήματα που δέχθηκε ο φερόμενος ως ληστής δεν ήταν αυτά που επέφεραν τον θάνατο, εντούτοις οι ιαχές για «λυντσάρισμα» και «αυτοδικία» επιμένουν.

Ταυτοχρόνως, το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πολιτικού συστήματος, δια της φοβικής αφωνίας του, δείχνει να λειτουργεί ως άτυπη συμπολίτευση σε αυτές τις αντιλήψεις. Ας προσπαθήσουμε ωστόσο να δούμε ψύχραιμα τα πραγματικά γεγονότα.

Καταρχάς, ΔΕΝ υπήρξε αυτοδικία. Κάτι τέτοιο θα υπήρχε εάν θα είχε τελεστεί το αδίκημα της ληστείας στο κοσμηματοπωλείο, είχαν τελειώσει όλα και ο κοσμηματοπώλης, αντί να καταφύγει στη Δικαιοσύνη, έσπευδε να βρει τον δράστη ώστε να τον τιμωρήσει από μόνος του, «παίρνοντας τον νόμο στα χέρια του». Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Ό,τι έγινε ήταν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του συμβάντος και όχι μετά από αυτό.

Επίσης, ΔΕΝ υπήρξε λυντσάρισμα. Λυντσάρισμα θα είχαμε εάν ένα πλήθος ανθρώπων, αφότου είχε εξουδετερωθεί ο δράστης, έσπευδε να βιαιοπραγήσει εναντίον του. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο φερόμενος ως ληστής δέχθηκε τα χτυπήματα του ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου και ενός άλλου άντρα, κατά τη διάρκεια του συμβάντος και όχι μετά από αυτό.

Αντιθέτως, οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι στο επεισόδιο, όπως φαίνεται από το βίντεο που έχει δοθεί στη δημοσιότητα, μόλις φαίνεται ότι ο δράστης αδρανοποιείται, σπεύδουν να συγκρατήσουν τους δύο άντρες.

Εδώ βέβαια, προκύπτουν οι οργισμένες ενστάσεις διαφόρων που υποστηρίζουν ότι οι δύο άντρες θα έπρεπε να σκεφτούν ότι μπορούσε να προκύψει ο θάνατος του φερόμενου ως ληστή από τις ενέργειές τους, καθώς και ότι «είναι άνανδρο να χτυπάς έναν ανήμπορο, πεσμένο άνθρωπο» και εν πάση περιπτώσει θα μπορούσαν να έχουν φύγει και να τον αφήσουν να διαφύγει.

Όμως, ο φερόμενος ως ληστής δεν βρέθηκε «ανήμπορος» στο έδαφος, όπου «άνανδρα» και «απάνθρωπα», τον χτύπησαν οι δύο άντρες, αλλά συνειδητά προσπάθησε να εξέλθει με αυτόν τον τρόπο από το κοσμηματοπωλείο όπου είχε εγκλωβιστεί και οι δύο άντρες προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν με τον μόνο ρεαλιστικό τρόπο που είχαν στη διάθεσή τους.

Εκτός και αν κάποιοι θεωρούν ότι αυτές οι καταστάσεις διέπονται από αθλητικούς κανόνες και ο κοσμηματοπώλης θα έπρεπε και αυτός να ξαπλώσει στο έδαφος, ώστε να μην έχει «άδικο» πλεονέκτημα έναντι του φερόμενου ως ληστή, σαν να λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός ολυμπιακού αθλήματος…

Συζητήσιμο είναι επίσης το αν ο κοσμηματοπώλης θα μπορούσε να φύγει και να μην κάνει απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τον φερόμενο ως ληστή να διαφύγει. Ας μην ξεχνάμε ότι, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία αλλά και τη συμπεριφορά του φερόμενου ως ληστή μετά τη σύλληψή του, φαίνεται ότι βρισκόταν σε ιδιαίτερα φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση, πιθανώς και υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, και κατά συνέπεια επεδείκνυε ανορθολογικά επιθετική συμπεριφορά.

Έτσι, αν τον άφηναν να βγει ανεμπόδιστος από το κοσμηματοπωλείο, δεν μπορεί να ήταν σίγουροι ότι θα επέλεγε να απομακρυνθεί και όχι να επιτεθεί στον κοσμηματοπώλη, ο οποίος ήταν αυτός που τον είχε κλείσει στο κατάστημα.

Δεδομένου δε ότι ο κοσμηματοπώλης είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος 73 ετών, πόσο εύκολα θα μπορούσε να απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας πριν τον προλάβει ένας νέος άντρας, οπλισμένος με μαχαίρι, υπό την επήρεια ουσιών, ο οποίος επεδείκνυε ανορθολογική και βίαιη συμπεριφορά;

Άρα, ούτε λυντσάρισμα είχαμε, ούτε αυτοδικία, ούτε δολοφονία, ούτε άνανδρη επίθεση παρά μόνο ένα τραγικό συμβάν, το οποίο όμως ξεκίνησε με την ένοπλη εισβολή στο κατάστημα του ανθρώπου που βρήκε τον θάνατο. Και με βάση όλα τα παραπάνω τίθεται το κρίσιμο ερώτημα.

Υπάρχει εν τέλει κάποιο, έστω και στοιχειώδες, δικαίωμα αυτοάμυνας στη σημερινή Ελλάδα; Μπορεί κάποιος να κάνει κάτι, το οτιδήποτε, για να υπερασπίσει την περιουσία του και κυρίως τη ζωή του;

Γιατί εδώ δεν μιλάμε για κάποιον που πυροβόλησε με την καραμπίνα έναν κλέφτη που μπήκε στο χωράφι του. Εδώ αναφερόμαστε σε ένα επεισόδιο όπου ένας ένοπλος εισέβαλε σε ένα κατάστημα και κατά τη διάρκεια της συμπλοκής με τον άοπλο και υπερήλικα, ιδιοκτήτη του καταστήματος, βρήκε τον θάνατο.

Ο άοπλος υπερήλικας δαιμονοποιείται από μερίδα του Τύπου, καθώς και από στελέχη της κυβέρνησης ως «απάνθρωπος δολοφόνος» και αντιμετωπίζει, όχι μόνο εξοντωτικές ποινικές κατηγορίες, αλλά και τις απειλές αυτοδικίας ενός ένοπλου παρακράτους, ενώ επιχειρείται να στερηθεί ακόμη και από το δικαίωμα στην νομική αντιπροσώπευση, δια των απειλών που δέχεται από το ένοπλο παρακράτος, ο δικηγόρος που έχει αναλάβει την αντιπροσώπευσή του.

Και όλα αυτά τη στιγμή που το βίαιο έγκλημα, ιδιαίτερα δε οι ένοπλες ληστείες, έχουν τεθεί ουσιαστικά υπό καθεστώς συνειδητής ατιμωρησίας από την κυβέρνηση, με χαρακτηριστικότερο και τραγικότερο παράδειγμα τον φόνο του άτυχου φοιτητή στον λόφο του Φιλοπάππου από συμμορία ληστών, οι οποίοι επανειλημμένως είχαν συλληφθεί, πάλι για ένοπλες ληστείες, αλλά αφήνονταν ελεύθεροι να συνεχίσουν τη δράση τους.

Ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για έμμεση προώθηση του βίαιου εγκλήματος από την κυβέρνηση, δια της ατιμωρησίας των δραστών και της δαιμονοποίησης των θυμάτων. Ταυτοχρόνως και το μεγαλύτερο κομμάτι του υπόλοιπου πολιτικού συστήματος, δια της θορυβώδους σιωπής του, δείχνει να αποδέχεται αυτήν την κατάσταση, αν όχι να την επικροτεί.

Και αναρωτιέται κανείς, αν έχει άραγε καταλάβει την εξουσία στην Ελλάδα κάποιο άτυπο «κόμμα του εγκλήματος», γιατί η μόνη κοινωνική ομάδα που δείχνει να απολαμβάνει την αμέριστη στήριξη του κρατικού μηχανισμού είναι οι πάσης φύσεως παραβατικές ομάδες. Όσο δε πιο βίαιες και πιο «μειονοτικές» τόσο το καλύτερο.

Αντιθέτως, ο μέσος άνθρωπος, που επιμένει στο να προσπαθεί να επιβιώσει με τίμιο και νομοταγή τρόπο σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή, δαιμονοποιείται, καθυβρίζεται και χλευάζεται από το ένοπλο και ημιένοπλο περιθώριο, το οποίο έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα πλέγμα πανίσχυρων παρακρατικών μηχανισμών, καθώς και από μεγάλη μερίδα του Τύπου και του πολιτικού συστήματος.

Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει τις αποφάσεις του αναφορικά με το ποια κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας θέλει να αντιπροσωπεύει και να προωθεί τα συμφέροντά τους, τα υπόλοιπα κόμματα του Κοινοβουλίου μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουν τις επιλογές τους;

πηγή defence-point

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications