Μια παράξενη Χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Είναι αυτή η νύχτα, που απλώνει πάντα γλυκά τα πέπλα της πάνω απ τη πόλη. Έστω κι αν κάνει τσουχτερό κρύο, έστω κι αν ο παγωμένος βοριάς διαπερνά οτιδήποτε ζεστό.Απ την Βασιλική Σαμουρίδη.

Μια γλυκιά, σχεδόν μαγική θαλπωρή απλώνεται παντού και αγκαλιάζει τον κόσμο. Είναι η νύχτα των Χριστουγέννων, κι αυτή η νύχτα πάντα ζεσταίνει τις καρδιές και γαληνεύει το πνεύμα όλων, με ένα παράξενο, μοναδικό τρόπο.
Η πόλη φορά τα καλά της, ανταλλάσει δώρα, δίνει τις καλύτερες ευχές που έχει ποτέ σκεφτεί και γιορτάζει ολόλαμπρη και μ' όλα της τα φώτα ανάμενα. Τι γιορτάζει; Περίπου δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, τη γέννηση του Χριστού. Πριν απ αυτή , οι προγονοί μας γιόρταζαν το Τριέσπερον.

Το Τριέσπερον ήταν μεγάλη γιορτή, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους και Ηλίου. ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του ζωοφόρου φωτοδότη Ηλίου. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε να ονομαστεί η 25η του Δεκέμβρη Νεο-ήλια ή, άλλιως: Ηλιού-γεννα...

Έτσι, όπως κι αν το πάρει κάνεις, η νύχτα αυτή, της 25η Δεκεμβρίου, ήταν , είναι και θα είναι μια ιδιαίτερη νύχτα με πολύ μεγάλη σημασία. Δικαίως γιορτάζεται μεγαλοπρεπώς σ΄ ολόκληρο τον κόσμο.

Φυσικά, από τέτοιες ξεχωριστές μέρες, σίγουρα δεν μπορούν να λυπούν τα παράδοξα, οι μύθοι κι δοξασίες.
Είναι η νύχτα που ο Ρεζίλης ανέβηκε στα πάνω πατώματα της γης μαζί με τους άλλους καλικάτζαρους, για να πάρει μέρος κι αυτός, στο μεγάλο πάρτι που οργάνωναν αυτοί οι παράξενοι κι όχι πάντα αστείοι τύποι... οι άνθρωποι.
Αφόρητα κουρασμένος, από το τελευταίο πριόνισμα και τη γρήγορη φυγή πριν πέσει το δέντρο. Η κούραση αυτή του προκαλεί εκνευρισμό κι αυτό τον κάνει να φαίνεται κακός, και φυσικά βοηθάει πολύ η ιδιαίτερη ασχημία του. Κι αυτό του αρέσει πολύ! Ο καημένος είναι μαυριδερός, τριχωτός, με ουρά και μακριά χέρια. Είναι και κουτσός απ το ένα πόδι, επίσης το ένα του μάτι είναι ελαφρώς χαμηλότερο απ το άλλο. Τη μύτη του τη λες τεράστια και μάλλον στραβή. (θεόστραβη αν ρωτάτε εμένα...) Πανάσχημος, στα μάτια των ανθρώπων μόνο, γιατί στη δική του οικογένεια, τον είχαν πάντα για το ομορφόπαιδο του σογιού, μιας και έχει τα χαρακτηριστικά του τέλειου καλικατζάρου.

Αχ! Άλλα είναι αυτά που δεν έχει...
κούραση του, όμως δεν τον εμποδίζει σε τίποτα να έχει αστείρευτη όρεξη για κάθε είδους σκανδαλιά. Και φέτος, έχει πολλά στο μυαλό να κάνει. Ένα χρόνο περίμενε αυτή τη νύχτα, εκεί κάτω στη μέση γη. Πριόνιζε με μανία το δέντρο που κρατάει τη γη στη θέση της, παρέα με τους άλλους φίλους του. Το έχουν πριονίσει πολύ φέτος , περισσότερο απ της άλλες χρονιές. Είναι σίγουρο πως θα πέσει. Ίσα που πρόλαβαν να φύγουν πριν τους πλακώσει. Σίγουρα έχει πάρει πλέον την πορεία του προς τα τάρταρα το παλιόδεντρο πια.

Προς στιγμής θυμάται την περιπέτεια του στο δρόμο προς την πάνω γη και γελάει. Τι αγωνία είχε όσο προσπαθούσε να ανέβει το φλοιό της καρυδιάς στη Ικαρία, είχε την αίσθηση ότι δεν πρόκειται να τα καταφέρει. Έπειτα με τη χρυσή βάρκα , στη Οινόη, ήταν σίγουρος πως θα τον καταπιούν τα κύματα. Τουλάχιστον θα πνίγονταν σε χρυσή βάρκα, έχει ένα νόημα αυτό.

Το πλοιάριο στη Σκιάθο όμως ήταν πιο ασφαλές κι είχε κι άλλους παρέα. Αξέχαστος φυσικά κι ο καυγάς μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν θα πάνε ανατολικά ή δυτικά.
Μετά από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες , τα κατάφερε, είναι εδώ, στο σταυροδρόμι, κοντά στο μύλο. Εκεί έχουν πει θα συναντηθούν όλοι μαζί. Μα που είναι κι έχουν αργήσει; Ο Ρεζίλης ήταν εδώ ακριβώς στην αλλαγή της μέρας με τη νύχτα, όπως θα έπρεπε να κάνει κάθε καλικάτζαρος που σέβεται τον εαυτό του. Τι κρίμα, από τις λίγες φορές που έχει κάνει κάτι καλικατζαροσωστό. Γιατί δεν ήρθαν να τον βρουν;

Είναι και εκείνο το καλικατζαροστοίχημα... Μάλλον θα το χάσει και φέτος. Μακάρι να πέσει αυτό το δέντρο φέτος, μακάρι να μην χρειαστεί να ξαναγυρίσει πίσω... Αλλιώς την έχει βαμμένη πάλι, γιατί κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρει πολλά και φέτος. Ο Ρεζίλης, παρόλη τη καλικατζαρομορφιά του, δεν έχει το κύριο στοιχειό, χαρακτηριστικό των καλικατζάρων, την απολυτή σκανδαλιά. Προσπαθεί χρόνια τώρα να τα καταφέρει, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να πράξει τα χειρότερα, αλλά πάντα του βγαίνουν τα καλυτέρα. Κι απ αυτή την άποψη, Είναι η ντροπή των καλικατζάρων. Κάνει πάντα- θεέ μου τι ντροπή- καλές πράξεις. Ακούτε καλέ σεις εκεί; Καλές πράξεις! Πόσο φρικτό για μια καλικατζαροικογένεια να ρεζιλεύεται κατά αυτόν τον άδοξο τρόπο.

Φέτος όμως, είναι αποφασισμένος, πως θα τα αλλάξει όλα αυτά. Εκτός κι αν πέσει το δέντρο. Αν πέσει θα απαλλαχτεί από όλα του τα προβλήματα. Αν όχι, ο μοναδικός τυχερός καλικάτζαρος, θα είναι αυτός που θα έχει κερδίσει το στοίχημα.
Το στοίχημα μεταξύ των καλικατζάρων, λέει πως όποιος κάνει τη μεγαλύτερη σκανδαλιά πάνω στη γη, όταν ξαναγυρίσουν στη καλικατζαροχώρα, θα είναι ο μοναδικός που δεν θα πριονίσει καθόλου για ένα χρόνο. Είναι το μεγαλύτερο έπαθλο για έναν καλικάτζαρο. Για ένα ολόκληρο χρόνο θα κοιτάζει τους άλλους να πριονίζουν και θα δίνει οδηγίες πως πρέπει να κοπεί το δέντρο σωστά. Αντίθετα, αυτός με τις λιγότερες σκανδαλιές, πριονίζει περισσότερο από όλους, χωρίς να του μένει χρόνος για οτιδήποτε άλλο. Και ποιος είναι αυτός που πριονίζει περισσότερο απ όλους; Ο Ρεζίλης, φυσικά, ποιος άλλος;

Όχι! Φέτος δεν θα συμβεί αυτό! Το έχει υποσχεθεί στη οικογένεια του και στον εαυτό του. Θα κάνει την μεγαλύτερη σκανδαλιά του κόσμου όλου! Όμως... τι; Τι να κάνει ; Δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι τόσο κακό, δεν του έρχεται στο μυαλό, τίποτα.

Βλέπεις, έχουν αλλάξει τα πράγματα στη δική του γενιά, είναι όλα πολύ πιο δύσκολα. Η σκανδαλιά επιβάλλεται να έχει και το ύφος της σημερινής εποχής. Η παλιές καλές εποχές που έφτανε να σκορπίσεις λίγο αλεύρι και να πετάξεις στη φωτιά, κάτι εξαιρετικά βρομερό να καίγεται, έχουν περάσει ανεπίστρεπτα. Ο πάππους τους, από ότι του λένε όλοι, ήταν ο πιο σκανδαλιάρης καλικάτζαρος. Και τι δεν έκανε... Στη Κρήτη, κάποτε, βρώμισε τα φαγητά με τα λερωμένα χέρια του, βούτηξε στο λάδι που είχαν οι άνθρωποι στις κατσαρόλες τους και στα κιούπια τους, ανακάτεψε τα πιάτα και άφησε τις ακαθαρσίες του παντού. Πείραζε τους βοσκούς και τα ζώα τους και αυτοί τρόμαζαν πολύ. Το μεγαλύτερο του κατόρθωμα όμως, το είχε κάνει σε κάποια χωριά της Αρκαδίας. Είχε καταφέρει να σπάσει, όλα τα κεραμίδια δυο χωριών, χοροπηδώντας και γλεντώντας επάνω στις στέγες. Μετά απ΄αυτό, έγινε επάξια ο Αρχικαλικάτζαρος.

Τώρα πια όμως οι σκανδαλιές αυτές είναι πταίσματα. Για να καταφέρεις να κερδίσεις το σεβασμό των άλλων καλικατζάρων, πρέπει να κάνεις πιο μοντέρνα πράγματα. Να χαλάσεις έναν υπολογιστή, να μπλοκάρεις τις κεραίες που πιάνουν τα κανάλια, να χτυπήσεις τους συναγερμούς όλους μαζί, δύσκολα πράγματα. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει στο διάβα σου να έχεις ισοπεδώσει και μερικά σπίτια η πολυκατοικίες, όσο περισσότερο μπορείς, οσο περισσότερα, τόσο καλυτεροχειρότερα.... Ο περσινός νικητής, για να καταλάβετε, αφού κόπιασε να κόψει όλα τα πορτοκάλια και τα λεμόνια που βρήκε στο δρόμο του, κατάφερε να φτάσει στο αεροδρόμιο. Για πέντε με έξι ώρες, δεν ξέρω πως διάολο το κατάφερε, δεν επιτρέπονταν να πετάξει κανένα αεροπλάνο προς κανένα προορισμό. Αξιοθαύμαστος!

Α! Να σου κι υπόλοιποι! Ξεκινάμε λοιπόν για σκανδαλιές! Ας πετάξουμε όλο το αλεύρι απ το μύλο, να φρικάρει ο μυλωνάς! Γιούπι! Ξεκινάμε! Στο δρόμο προς το μύλο, ο Ρεζίλης κρυφοκοιτάζοντας από ένα παράθυρο σε ένα κοντινό σπίτι, είδε μια νοικοκυρά να κλαίει κρυφά και σιωπηλά. Τα τρία μικρά της, κοιμόνταν ήσυχα, διπλά στο τζάκι με τη λιγοστή φωτιά. Η καημένη, δεν είχε να ταΐσει τα παιδιά της, χριστουγεννιάτικα. Αυθόρμητα ο Ρεζίλης κι ενώ οι υπόλοιποι ξετίναζαν για τα καλά το μύλο, μάζεψε σε ένα τσουβάλι όσο περισσότερο αλεύρι μπορούσε και το άφησε στη πόρτα της φτωχής γυναικάς. Ξαναγυρνώντας στο μύλο είδε από μια μισάνοιχτη πόρτα έναν πάππου να τουρτουρίζει απ το κρύο χωρίς φωτιά στο τζάκι. Ψάχνοντας τους άλλους, τους βρήκε σε μια μεγάλη αποθήκη κάποιου ευπόρου χωριάτη. Του ανακάτευαν τα ξύλα που με πολύ κόπο είχε στοιβάξει στη σειρά, πολύ νοικοκυρεμένα.

Χωρίς να χάσει ευκαιρία και πολύ γρήγορα, με τα μακριά ευέλικτα χέρια του και την ευκινησία που χαρακτηρίζει τους καλικάτζαρους, βουτά ξύλα και τα πετάει στο τζάκι του πάππου από την καμινάδα. Πετά και ένα σπίρτο από πάνω κι ανάβει φωτιά. Ο πάππους ξαφνισμένος, πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας και ευχαριστεί όλους τους θεούς μαζί, για το θαύμα των Χριστουγέννων.

Ο Ρεζίλης συνεπαρμένος από την όλη καλικατζαροκατάσταση, τρέχει δεξιά κι αριστερά μαζί με τους υπόλοιπους, δίχως να καταλαβαίνει και πολλά. Αναψοκοκκινισμένος και με μια λάμψη στα μάτια, αισθάνεται απλά ευτυχισμένος με όλα όσα συμβαίνουν. Προσχωρούν παρακάτω, μπαίνουν σε ένα σπίτι που έχει στρωθεί χριστουγεννιάτικο τραπέζι και περιμένει τους καλεσμένους. Παίρνουν μαζί τους όλα τα εδέσματα του τραπεζιού και εξαφανίζονται. Ε, ρε, φαγοπότι που θα γίνει! Τρέχουν αλαλιασμένοι όλοι μαζί στο δρόμο, φωνάζουν και χορεύουν. Τρία αδέσποτα σκυλάκια και δυο γατάκια τους ακλουθούν. Ανισσόροποι καθώς είναι τα κοροϊδεύουν και τα πειράζουν.

Αυτά τα καημένα νομίζουν πως θα φάνε και θα παίξουν μαζί τους. Καλά νομίζουν. Ο Ρεζίλης, αρχίζει να τους πετά κλεμμένο φαγητό και να χοροπήδα τρισευτυχισμένος μαζί τους. Τότε, ουπς, συνειδητοποιεί τι ακριβώς κάνει. Εμβρόντητος βλέπει όλους τους καλικατζάρους να έχουν μείνει ακίνητοι και να τον παρακολουθούν. Έχουν ένα πολύ θυμωμένο και απαξιωτικό ύφος. -Μα τι κάνεις; -Τελικά είσαι πανίβλακας. Δεν θα γίνεις ποτέ καλικάτζαρος. -Δεν αλλάζεις εσύ. -Κρίμα στη οικογένεια σου, πιστεύει ακόμη σε σένα.
Αυτά του είπαν και γύρισαν την πλάτη απογοητευμένοι και έφυγαν. Τον άφησαν μόνο, με τα ζώα να τον κοιτούν απορημένα. Τους πέταξε ότι του είχε απομείνει στα χέρια και συντετριμμένος κάθισε στο τοίχο ενός σπιτιού, βρίζοντας τη αναθεματισμένη την τύχη του που τον έκανε τόσο βλάκα.

Στα μεγάλα προβλήματα που αυτή τη στιγμή αντιμετώπιζε, ήρθε να προστεθεί και το γεγονός ότι ξημέρωνε και έπρεπε κάπου να κρυφτεί. Κοίταξε γύρω του και το μόνο που έβλεπε ήταν ένα μάλλον ακριβό αυτοκίνητο. Θα κρυφτώ στο πορτμπαγκάζ, σκέφτηκε, εύκολο για μένα να το ανοίξω. Άσε που η διάρρηξη πιάνει για σκανδαλιά. Εξάλλου αποκλείεται να μετακινηθεί χριστουγεννιάτικα. Κι έτσι απογοητευμένος και αποκαμωμένος καθώς ήταν, τον πηρέ ο ύπνος.

Πόσο γρήγορα πέρασε η μέρα και τι συνέβηκε μέχρι τη στιγμή που άρχισε να ξυπνά, κανείς δεν ξέρει. Όταν όμως άνοιξε τα μάτια του και νυσταγμένος άρχισε να βγαίνει από το πορτμπαγκάζ, συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν σε ένα πολύ διαφορετικό μέρος απ αυτό που ήταν πριν μπει στη φώλια που επέλεξε για ύπνο. Ήταν μια τεράστια μεγαλούπολη, με πολλά αυτοκίνητα και πολύ μεγάλα μοντέρνα κτήρια. Αποσβολωμένος άρχισε σιγά σιγά να βγαίνει έξω. Η μέρα με τη νύχτα είχε ήδη ξεκινήσει να αλλάζει. Βλέπει ξαφνικά κάποιον να κατευθύνετε προς το αυτοκίνητο, φανερά εκνευρισμένος. Ωχ! Με κατάλαβαν, σκέφτηκε και έσκυψε να κρυφτεί κάτω απ το αυτοκίνητο. Ένας καλοντυμένος κύριος μονολογούσε, ενώ κοπανούσε την πόρτα του αυτοκινήτου, ανοίγοντας τη κάτι να πάρει.

Την τύχη μου, μέρες που είναι, όλοι είναι στα σπίτια τους και κάνουν Χριστούγεννα με τις οικογένειες τους. Κι έμενα, να με καλούν επειγόντως να γυρίσω πίσω στη δουλεία. Μακριά απ την Ελλάδα, για να τους διορθώσω το κολοσύστημα τους που μπλοκάρει . Μα σήμερα βρήκε να χαλάσει το σύστημα ασφάλειας? Και τόσες ώρες ταξίδι... Ξανακλώτσησε την πόρτα του αυτοκινήτου και το ίδιο θυμωμένος μπαίνει σε ένα πολύ μεγάλο κτήριο.
Ουφ! Φτηνά τη γλίτωσα! Μονολογεί ο Ρεζίλης. Τώρα τι κάνουμε εδώ? Θα μπω μέσα. Ίσως σ΄αυτό το κτήριο βρω καμία μικροζημιά να κάνω. Φαίνεται πολύ σύγχρονο, κάτι θα χαλάσει εύκολα.

Το κτήριο δεν είχε και ιδιαίτερη κίνηση έτσι κατάφερε και μπήκε πολύ εύκολα. Αφού έπαιξε πολύ ώρα με τη πόρτα που ανοιγόκλεινε διαρκώς μπροστά του, χωρίς όμως να καταφέρει να τη χαλάσει. Μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε όλα τα κουμπιά, πάλι δεν κατάφερνε τίποτα εκτός από το να στάματα και να ξεκινά. Μάλλον δεν το λες ζημία αυτό, συλλογίστηκε. Αντίκρισε μπροστά του ένα τεράστιο δωμάτιο με μια μεγάλη πόρτα. Αποφάσισε να μπει μέσα. Την στιγμή όμως εκείνη που βρισκόταν ακριβώς στο κατώφλι της πόρτας, ένας άνθρωπος ετοιμάζονταν να βγει απ αυτή. Πάγωσε ο Ρεζίλης. Έψαχνε στις τσέπες του ο άνθρωπος, αυτό έδωσε το χρόνο στο μικρό καλικάτζαρο να περάσει πίσω του αθόρυβα. Έβγαλε μια κάρτα ο άνθρωπος από τη τσέπη του και την τοποθέτησε σε μια σχισμή, κλείνοντας έτσι την πόρτα πίσω του. Ο Ρεζίλης όμως έμεινε από την πίσω μεριά της πόρτας. Η πόρτα φάνηκε να σφραγίζει μπροστά του. Τώρα;

Τι κάνουμε τώρα; Κοιτάζει γύρω του και αντιλαμβάνεται πως έχει κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο, γεμάτο υπολογιστές, οθόνες και κουμπιά. Ωραία! Τι μπορώ να κάνω εγώ εδώ μέσα κλειδωμένος; Πόσες επιλογές έχω να κάνω ζημίες; Άντε και καταφέρνω κάτι, πως διάολο, βγαίνω από δω; Γιατί είμαι πάντα γκαντέμης, γαμώτο μου; Γιατί μου συμβαίνουν τα πιο απίθανα; Τι κάνω λάθος; Γιατί δεν μπορεί, πάντα κάτι κάνω λάθος, δεν με λένε τυχαία Ρεζίλη.
Απορροφημένος απ τη απογοητευτικές του σκέψεις ο Ρεζίλης μας, άρχισε να παίζει με οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του. Πατούσε ότι κουμπί έβρισκε, ανοιγόκλεινε οθόνες, αναβόσβηνε φώτα. Χιλιάδες αριθμοί περνούσαν ακατάπαυστα μπροστά απ τα μάτια του. Για ατέλειωτες ώρες, έκανε το ίδιο πράγμα. Μήπως είχε και κάτι καλύτερο να κάνει;

Ώσπου, ξάφνου οι αριθμοί όλοι έγιναν μηδενικά. Πατούσε κουμπιά, ξαναπατούσε κουμπιά, ανοιγόκλεινε οθόνες, τίποτα, όλα μηδενικά. Βαρέθηκε. Απαίσιο παιχνίδι, καθόλου διασκεδαστικό, ειδικά τώρα που δεν αλλάζει και τίποτα στις οθόνες. Θα τη πέσω για ύπνο μέσα σ αυτό το καλάθι. Πρέπει να βάζουν εδώ αυτό που οι άνθρωποι λένε ομπρέλες. Μάλλον έχει και μια, θα κρυφτώ από κάτω της για να μην κρυώνω .

Τις επόμενες ώρες, συνέβηκαν διάφορα τρελά σ΄ αυτό το κτήριο. Έμπαιναν, έβγαιναν, άνθρωποι πανικόβλητοι, έντρομοι, πολύ αναστατωμένοι. Η φασαρία αυτή έκανε το ταλαιπωρημένο φίλο μας να ξυπνήσει απότομα. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν όμως τίποτα ουσιώδες για αυτόν. Είχε την απίστευτη στενοχώρια του, δεν κατάφερε να κάνει καμιά μεγάλη σκανδαλιά ούτε και φέτος. Σκέπτονταν τη καζούρα που θα του έκαναν πάλι οι άλλοι καλικάτζαροι. Ήξερε από διαίσθηση, πως οι άλλοι έχουν καταφέρει να χαλάσουν το κόσμο όλο εκεί έξω. Είναι μια διαίσθηση των καλικατζάρων. Ξέρουν πολύ καλά τι έχει πράξει ο καθένας στη πάνω γη. Το ένιωθε αυτό πολύ έντονα και τον έκανε να θλίβεται περισσότερο.

Διακριτικά, όπως κατάφερε και μπήκε, με το ίδιο τρόπο βγήκε. Είχε πάλι αρχίσει να νυχτώνει. Έξω στον δρόμο, επικρατούσε πανικός. Ήταν όλοι σχεδόν αλαλιασμένοι. Μιλούσαν για την μεγαλύτερη καταστροφή των αιώνων. Την έλεγαν οικονομική, τι διάολο να σημαίνει αυτό; Δεν ήξερε αν έπρεπε και να τον πολυνοιάζει, είναι η αλήθεια. Αυτός είχε τον καημό της αποτυχίας του.

Σταμάτησε σε ένα μέρος που ήταν πολλοί μαζεμένοι και κοιτούσαν μια τεράστια οθόνη. Τράβηξε το βλέμμα του το κτήριο που ήταν αυτός πριν από λίγο. Το έβλεπε να προβάλετε στη οθόνη. Είδε το χώρο στον όποιο έπαιζε όλη τη νύχτα. Είδε το ίδιο ακριβώς σκηνικό που αυτός έζησε τη προηγούμενη νύχτα, να εξελίσσετε στη οθόνη χωρίς όμως αυτόν μέσα. Ανοιγόκλειναν οθόνες, κουμπιά πληκτρολογούσαν μόνα τους, χωρίς να το κάνει κάποιος. Να και τα μηδενικά, όλα πάλι μπροστά του. Κοιτούσε σαν χαμένος. Μπλόκαρε όλο το σύστημα μόνο του, έλεγαν. Οι καλύτεροι χάκερς του κόσμου ήταν αυτοί που το κατάφεραν, έλεγαν. Όχι, εγώ το έκανα αυτό! Ήθελε να φωνάξει να τον ακούσουν όλοι. Εγώ την έκανα αυτή τη ζημία. Εγώ, εγώ! Είναι μεγάλη ζημία; Τι έκανα; Κατάφερα κάτι;

Τη στιγμή εκείνη, άκουσε πίσω του ένα γνώριμο σφύριγμα. Ήταν ένας καλικάτζαρος που του έκανε νόημα να πάει προς το μέρος. Χαμένος καθώς ήταν χάρηκε πολύ που τον είδε και έτρεξε κοντά του. Έλα ρε βλάκα εδώ, θα σε πάρουν χαμπάρι.

Τον οδήγησε από μια τρύπα σε μια αποθήκη, όπου εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι οι καλικάτζαροι. Μόλις τον είδαν άρχισαν όλοι να φωνάζουν και να χειροκροτούν. Μπράβο, Ρεζίλη! Συγχαρητήρια! Τα κατάφερες! Επιτέλους! Έκανες την μεγαλύτερη καλικατζαροσκανδαλιά που έχει κάνει ποτέ καλικάτζαρος! Ο Ρεζίλης σοκαρισμένος από αυτά που άκουγε, νόμιζε πως θα λιποθυμήσει απ τη χαρά του! Όλοι τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Τον σήκωσαν ψηλά όλοι μαζί και τον πετούσαν στον αέρα. Ένα ξέφρενο πάρτι είχε μόλις αρχίσει.

Τότε είδε και τη μητέρα του, μέσα στο πλήθος, δακρυσμένη, δάκρια χαράς, ανείπωτης. Τον απόθεσαν μπροστά της κι αυτή τον αγκάλιασε γεμάτη περηφάνια. Τόση περηφάνια όση δεν είχε νοιώσει ποτέ μάνα. Τι έκανα ακριβώς μαμά; Μπορείς να μου εξηγήσεις; Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως τα κατάφερε.

Στη αρχή νόμισε πως τον δούλευαν όλοι μαζί οι καλικάτζαροι. Όταν όμως είδε τη μητέρα του, σιγουρεύτηκε πως πραγματικά τα κατάφερε. Τότε όμως ήταν πως άρχισε μέσα του να φοβάται για το τι έκανε. Πραγματικά είχε ικανοποιήσει τον καλικατζαροεγωισμό του, ένοιωθε πολύ όμορφα για αυτό. Ο Ρεζίλης όμως δεν ήταν σαν τους άλλους καλικάτζαρους. Είχε, δυστυχώς για αυτόν, λεπτά αισθήματα. Δεν του άρεσε κατά βάθος να κάνει κακό κι αυτό ήταν το πρόβλημα του. Όμως αυτός ήταν ο Ρεζίλης, δεν μπορούσε να αλλάξει τον πραγματικό του εαυτό. -Παιδί μου, άρχισε να του εξηγεί η μητέρα του, κατάφερες να αναστατώσεις ολόκληρη τη παγκόσμια οικονομία. Έχεις τρελάνει όλο το κόσμο Τρέχουν και δεν φτάνουν με τη ζημία που τους έκανες. Κατάφερες να διαγράψεις,

από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, το χρέος της Ελλάδας! Δεν έχει γίνει ποτέ μεγαλύτερη οικονομική ζημία! -Ωχ! Εγώ έκανα κάτι τέτοιο; Πως και δεν με έπιασαν;
-Οι κάμερες, παιδί μου, δεν μπορούν να καταγράψουν τα αερικά. Εσύ είσαι καλικάτζαρος και οι καλικάτζαροι είναι αερικά. -Και είναι πολύ κακό αυτό που έκανα; Τι συνέπειες έχει; -Για τις τράπεζες, μεγάλη, γιατί αυτές θα κληθούν τώρα να καλύψουν τη διάφορα. Για τους Έλληνες όμως καμία, το αντίθετο θα έλεγα. -Δηλαδή, η νοικοκυρά που δεν είχε να ταΐσει τα παιδιά της, δεν χρωστά σε κανέναν τώρα; Ούτε ο παππούλης που δεν είχε ξύλα να ζεσταθεί, χρεωστάει κάπου; -Όχι παιδί μου, οι Έλληνες δεν χρωστάνε πια.
Η χαρά του Ρεζίλη ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κατάφερε τόσα πολλά μαζί. Από τη μια να σώσει έναν ολόκληρο λαό κι απ την άλλη να κάνει περήφανους όλους τους καλικάτζαρους. Τέτοια τύχη δεν την είχε καν ονειρευτεί. Πόσο ευτυχισμένος ήταν. Και επιτέλους δεν θα πριονίσει δέντρο φέτος.

Οι καλικατζαρόροι λένε πως ο νικητής της χρονιάς, έχει το δικαίωμα να επιλέξει μια ακόμη χάρη που θα ζητήσει από τους καλικάτζαρους, για ένα χρόνο. Όταν ρωτήθηκε, χωρίς να το πολυσκεφτεί, επέλεξε σαν χάρη, να μην πριονίσει κανείς το δέντρο φέτος. Αυτό άρεσε σε όλους. Ο Νικητής ζήτησε ακόμη, να ανέβουν του χρόνου στη γη και για μια μοναδική φορά, να κάνουν όλοι καλές πράξεις και να βοηθήσουν όλους τους ανήμπορους της γης. Η επιθυμία του έγινε δεκτή απ όλους, όχι με ιδιαίτερη χαρά, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στο νικητή τίποτα. Πόσο μάλλον όταν είναι ο νικητής των νικητών.

Αυτή είναι η ιστορία του δικού μου καλικάτζαρου. Ο Ρεζίλης, είναι ο κρυφός πόθος του κάθε ανθρώπου. Το μαγικό πλασματάκι που κάνει θαύματα. Τα θαύματα που έχουμε κρυμμένα όλοι μέσα μας και που ίσως άθελα μας, μπορέσουμε κάποια στιγμή να φέρουμε στη επιφάνεια. Με πολύ προσπάθεια απ τον καθένα προσωπικά και με σωστή σκέψη, μπορούμε να βοήσουμε τον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο μας αλλά και την ιδία μας τη χώρα.

Πρέπει να είσαι η αλλαγή που θέλεις να έρθει, είπε ο Γκάντι
Κάνε άλμα πιο γρήγορο απ τη φθορά, είπε ο Ελύτης
Με αυτά τα δυο στο μυαλό μας με οδηγό τη δική μας θέληση και λίγο την ιστορία του Ρεζίλη, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ξεκινώντας πρώτα απ τον ίδιο μας τον εαυτό.

Η ευχή μου για τη φετινή χρονιά: Λιγότερη δυστυχία στο κόσμο.
Εύχομαι σε όλους Καλές Γιορτές και πολλές ευτυχισμένες μέρες
Σαμουρίδη Βασιλική

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications