Αν είσαι από αυτούς που βλέπουν τα τουρκικά σήριαλ... μην διαβάσεις το παρακάτω.
Αν είσαι από αυτούς που βλέπουν τα τουρκικά σήριαλ... μην διαβάσεις το παρακάτω.

Συγκλονίζουν, ακόμα και μετά από τέσσερεις δεκαετίες, οι μαρτυρίες βιασθεισών γυναικών το 1974.Είναι μια από τις πιο φρικιαστικές και σχεδόν ανέγγιχτες πτυχές του πολέμου. Κι όμως σύμφωνα με στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, στις εφημερίδες της εποχής, τα κρούσματα γυναικών που βιάσθηκαν από Τούρκους στρατιώτες την περίοδο της εισβολής άγγιζαν τα 700.

Αναγκάστηκε η τότε κυβέρνηση να ψηφίσει ειδική νομοθεσία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με διακοπή της εγκυμοσύνης. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, μιας και σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, πέραν των 200 νεαρών κοριτσιών αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε έκτρωση.

Σαράντα ένα χρόνια μετά οι πληγές είναι ακόμα νωπές. Ο χρόνος που πέρασε έχει απαλύνει τις ψυχές όσων βίωσαν τη φρίκη ενός ψυχοσωματικού βιασμού, δεν είναι ικανός όμως να τις σβήσει. Ήταν νιόπαντρη τότε μόλις 32 χρονών. Σαν να μην έφτανε αυτό, είχε να αντιμετωπίσει και την απόρριψη του άντρα της, ο οποίος μόλις το έμαθε έφυγε και την εγκατέλειψε. Ποιος ανθρώπινος νους να το χωρέσει; Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, μιας και, σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής που είδαν το φως της δημοσιότητας, πέραν των 200 νεαρών κοριτσιών αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε έκτρωση.

Βουβή θλίψη…
Μία από τις πιο δυνατές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν η κυρία Κατερίνα. Πρόσφυγας από το Τριμίθι Κερύνειας, την έβλεπα συχνά στη γειτονιά. Φίλη της γιαγιάς μου, της κρατούσε παρέα τα απογεύματα. Τα κεντήματά της την είχαν κάνει γνωστή σε όλη τη γειτονιά. Τα ξακουστά κεντήματα της κυρίας Κατερίνας. Την είχα πετύχει αρκετές φορές, όταν τύχαινε να επισκεφτώ τη γιαγιά στον προσφυγικό συνοικισμό στα Λατσιά όπου διέμενε. Δεν μιλούσε πολύ, σχεδόν καθόλου μπορώ να πω, ούτε γελούσε.

Έφερνε μαζί της πάντα ένα κέντημα, και μόνο κεντούσε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν τόσο βαθιά που μερικές φορές όταν τύχαινε να της μιλήσω ξαφνιαζόταν, το μυαλό της ταξίδευε. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν τα τεράστια μπλε μάτια της, που απέπνεαν μια θλίψη, μια βουβή θλίψη, που δεν μπορεί να περιγραφεί, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με λόγια, με λέξεις. Σχεδόν τρομακτική. Η γιαγιά μου ήταν ίσως η μοναδική της παρέα στη γειτονιά, αυτή και ένα αδέσποτο σκυλί που είχε περιμαζέψει από τον δρόμο, που της κρατούσε συντροφιά τα βράδια. Δεν είχε εγγόνια, μήτε παιδιά, έτσι έλεγαν. Πολλές φορές, κάποιες ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, την έπιανα να μιλάει με τις ώρες στον Ζάχο, έτσι φωνάζαμε το σκυλί.

Κι έμενα με την περιέργεια τι να άκουγε άραγε κι αυτό το κακόμοιρο σκυλί. Παραξενιές μιας γριάς, υπέθετα. Όσο για τον άντρα της, έφυγε, την εγκατέλειψε αμέσως μετά την εισβολή. Έτσι είχα ακούσει να λένε. Όσες φορές προσπαθούσα να την πιάσω κουβέντα για το παρελθόν της, από ενδιαφέρον, όχι από περιέργεια, αυτή το απέφευγε. Βούρκωνε και χαμήλωνε το βλέμμα στο κέντημα, νομίζοντας πως δεν θα τη δούμε που δάκρυζε. Η γιαγιά μου ήξερε, μα δεν μιλούσε, απλώς της συμπαραστεκόταν βουβά.

Λένε πως όταν δεν ζήσεις, όταν δεν βιώσεις μια κατάσταση δεν είσαι σε θέση να νιώσεις, δεν μπορείς να γνωρίζεις…
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, γυρνώντας από το σχολείο, ενώ διάβαζα, τόλμησα να ρωτήσω τη γιαγιά τι συνέβαινε με την κυρία Κατερίνα. Τότε η γιαγιά γύρισε και μου είπε: «Κόρη μου, τούτο που έπαθε η Κατερίνα, ο Θεός να μεν το δείξει κανενός πλασμάτου». Αμέσως κατάλαβα ότι κάτι φοβερό πρέπει να της είχε συμβεί. Η γιαγιά τότε μού εξομολογήθηκε ότι η κυρία Κατερίνα είχε πιαστεί αιχμάλωτη στο σπίτι της στο Τριμίθι Κερύνειας, όταν αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι το 1974, και είχε βιαστεί παρά φύσιν από Τούρκους στρατιώτες.

Ήταν νιόπαντρη τότε μόλις 32 χρονών. Σαν να μην έφτανε αυτό είχε να αντιμετωπίσει και την απόρριψη του άντρα της, ο οποίος μόλις το έμαθε έφυγε και την εγκατέλειψε. Ποιος ανθρώπινος νους να το χωρέσει; Την επόμενη φορά που την κοίταξα στα μάτια, ήξερα. Ήξερα και δεν τόλμησα να ρωτήσω για τη ζωή της ποτέ ξανά. Ούτε τόλμησα να αναρωτηθώ ποτέ, για το τι άκουγε ο Ζάχος...

Χωρίς έλεος
Είναι μια από τις πιο φρικιαστικές και σχεδόν ανέγγικτες πτυχές του πολέμου. Κι όμως, σύμφωνα με στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στις εφημερίδες της εποχής, τα κρούσματα γυναικών που βιάσθηκαν από Τούρκους στρατιώτες την περίοδο της εισβολής άγγιζαν τα 700.

Οι μαρτυρίες της εποχής, που υπάρχουν για το ευαίσθητο αυτό θέμα, κυρίως από γυναικολόγους οι οποίοι υπηρετούσαν σε νοσοκομεία κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, αποκαλύπτουν το ειδεχθές και απερίγραπτο του εγκλήματος και κάνουν λόγο για γυναίκες κάθε ηλικίας, από ανήλικες κορασίδες 14-15 ετών μέχρι υπερήλικες γριές, οι οποίες είχαν βιαστεί κατ’ επανάληψη από Τούρκους στρατιώτες, μερικές από αυτές παρά φύσιν και έφταναν στο νοσοκομείο με αιμορραγία.

Ακόμα πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια, το γεγονός ότι αρκετές είχαν μείνει έγκυοι μετά τους βιασμούς. Αναγκάστηκε η τότε κυβέρνηση να ψηφίσει ειδική νομοθεσία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με διακοπή της εγκυμοσύνης. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, μιας και, σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής που είδαν το φως της δημοσιότητας, πέραν των 200 νεαρών κοριτσιών αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε έκτρωση.

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες
Το θέμα των βιασθεισών γυναικών από Τούρκους στρατιώτες κατά τη διάρκεια της εισβολής ήταν «κοινό μυστικό», κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει ανοικτά για κάτι τόσο ευαίσθητο, τουλάχιστον όσο ήταν ακόμα νωπό. Γνωστοποιήθηκε κυρίως μέσα από μαρτυρίες γιατρών που υπηρετούσαν στα νοσοκομεία εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Μεταξύ αυτών οι Ανδρέας Χρυσαφίνης, Ανδρέας Κλεάνθους, Αντώνης Βασιλείου κ.ά. Ιδιαίτερο «ενδιαφέρον επέδειξε και η τότε πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού, Στέλλα Σουλιώτη, η οποία έθετε αυτές τις βάναυσα κακοποιημένες γυναίκες υπό την προστασία της».

Οι γιατροί, πέρα από τη σωματική κακοποίηση των γυναικών, είχαν να αντιμετωπίσουν και το ψυχολογικό μέρος, και αυτό ήταν ίσως και το δυσκολότερο έργο τους. Πολλές από τις γυναίκες αντί να βιώσουν τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη, είχαν να αντιμετωπίσουν την εγκατάλειψη και την απέχθεια, από τους συζύγους τους, τους γονείς τους, τα παιδιά τους, που δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι οι γυναίκες που αγαπούσαν, είτε μητρικά είτε ερωτικά, είχαν βιαστεί.

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες γιατρών της εποχής, και συγκεκριμένα του Ανδρέα Κλεάνθους, γνωστού γυναικολόγου, που αργότερα διετέλεσε δήμαρχος Αγίου Δομετίου, του γνωστού ψυχιάτρου Τάκη Ευδόκα και του μαιευτήρα-γυναικολόγου Ανδρέα Βασιλείου - μαρτυρίες που εκμυστηρεύτηκαν οι ίδιοι στον δημοσιογράφο και ερευνητή Χρύσανθο Χρυσάνθου και περιγράφονται στο βιβλίο του «Ο άλλος πόλεμος των γιατρών το 1974».

Ο Ανδρέας Κλεάνθους εξομολογείται: «Έτυχε να εξετάσω μερικές από αυτές τις άτυχες γυναίκες. Τις είχαμε τοποθετήσει σε ξεχωριστό δωμάτιο στο Γυναικολογικό Τμήμα και προσπαθούσαμε να τους συμπαρασταθούμε. Δεν είχαμε όμως λόγια να τους πούμε, μπροστά στο δράμα που ζούσαν. Ορισμένες παρουσίαζαν αιμορραγία, είχε και περιπτώσεις παρά φύσιν βιασμού. Θυμάμαι μια γυναίκα, περίπου 55 χρονών, που οδυρόταν και φώναζε "να πεθάνω, να πεθάνω, τέθκοιον κακόν, ο Θεός να μεν μου το δείξει...". Πώς να την παρηγορήσεις; Δεν ξέραμε τι να τους πούμε». Τραγικές και οι λεπτομέρειες της μαρτυρίας του ψυχιάτρου Τάκη Ευδόκα, ο οποίος εξομολογείται:

«Ήταν μια κοπελίτσα, 25-26 χρονών, ομορφούλα, από το Τριμίθι. Στην αυλή της εκκλησίας, αφού τη βίασαν, Τούρκοι στρατιώτες σκότωσαν τον άντρα της. Αυτή θυμάμαι περισσότερο. Υπήρχε πρόβλημα επαφής και παρακολούθησης των βιασμένων γυναικών, αφού η πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού, Στέλλα Σουλιώτη, για να τις προστατεύσει βέβαια, τις είχε απομονώσει. Δεν ξέρω αν άλλοι τις είδαν και τις εξέτασαν. Έχω ψάξει στα αρχεία μου, με αυτή την ευκαιρία, βρήκα φάκελο στον οποίο αναγράφεται σε ετικέτα “Βιασμοί”, όμως δεν έχει μέσα περιστατικά βιασμών».

Την κτηνωδία των βιασμών κατά τη διάρκεια της εισβολής κλήθηκε να αντιμετωπίσει και ο γυναικολόγος-μαιευτήρας Ανδρέας Βασιλείου, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρία του, που δημοσιεύεται στο προαναφερθέν βιβλίο «Ο άλλος πόλεμος των γιατρών το 1974», ήταν ένας από τους γυναικολόγους που ανέλαβαν την περίθαλψη των βάναυσα βιασμένων γυναικών. «Είχα δει και αρκετές από τις γυναίκες, τις οποίες έφερναν στο Νοσοκομείο βιασμένες και κακοποιημένες από Τούρκους στρατιώτες. Ήταν οι πιο τραγικές φιγούρες...

Μπροστά τους δεν μπορούσες να αντισταθείς στην οργή και στο μίσος για τα όσα έκαναν οι Τούρκοι. Νεαρές κοπέλες 16-17 χρονών, κοριτσόπουλα, ώριμες γυναίκες, ακόμη και γριές είχαν βιαστεί. Ορισμένες μάλιστα αιμορραγούσαν. Αναγκαστήκαμε να τις πάρουμε στο χειρουργείο για να τις ράψουμε, γιατί είχε σχιστεί ο κόλπος από τη βαναυσότητα του βιασμού. Σκεφτόμουν τότε τι σου είναι ο άνθρωπος... Είναι το πιο αιμοβόρο ζώο. Δεν είχαμε, βέβαια, τα μέσα για ψυχολογική στήριξη αυτών των γυναικών. Η βασική μας έγνοια ήταν να επιβιώσουν εκείνη την ώρα. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι μερικές είχαν μείνει έγκυοι και αναγκαστήκαμε να κάνουμε επεμβάσεις για διακοπή εγκυμοσύνης».

Στις «επάλξεις» και οι εφημερίδες της εποχής
Ανατρέχοντας σε εφημερίδες της εποχής, διαπιστώνεται η προσπάθεια των τότε αρθρογράφων μέσω αναλύσεων και συμβουλών από γιατρούς, ένας από αυτούς και ο Τάκης Ευδόκας, να αντιμετωπίσουν όσο μπορούσαν το ειδεχθές έγκλημα των βιασμών.«Το όργιο των βιασμών, στο οποίο επεδόθησαν οι εισβολείς ενάντια στις εγκλωβισμένες γυναίκες, δημιούργησε ένα τεράστιο κοινωνικό γκέτο», γράφει η εφημερίδα «Αγών» στις 6.11.1974. Άλλα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ περιέγραφαν σκοτεινά «έργα και ημέραι» των βιασθεισών γυναικών.

Έφηβος, ηλικίας 14 χρονών, ανέφερε ότι έφυγε μαζί με συγγενείς της στις 14 Αυγούστου 1974 από το χωριό της και, ενώ περνούσαν από το τουρκοκυπριακό χωριό Κάτω Μάνδρες, συνελήφθησαν από Τούρκους στρατιώτες. Τους οδήγησαν σε καφενείο, όπου κρατούνταν μαζί με άλλους επτά Ελληνοκύπριους. Την Παρασκευή, 16 Αυγούστου 1974, «ήλθε κάποιος Τούρκος στρατιώτης, ο οποίος με ωδήγησεν έξω του μικρού καφενείου και με μετέφερε στα χωράφια, όπου με εβίασε, αφού προηγουμένως μου έδεσε τα χέρια και τα μάτια.

Την 8ην νυχτερινήν της επομένης ημέρας ήλθε κάποιος άλλος στρατιώτης, ο οποίος με μετέφερε σε μια μάντρα, όπου με εβίασε και αυτός. Ακολούθως με μετέφερε και πάλιν εις το μικρόν καφενείον, όμως στις δύο το πρωί ήλθε άλλος ένας στρατιώτης, ο οποίος έμοιαζε του προηγούμενου βιαστού μου, ο οποίος με μετέφερε και πάλιν εις την μάντραν, όπου με εβίασε και πάλιν». Σαράντα ένα χρόνια μετά οι πληγές είναι ακόμα νωπές.

Ο χρόνος που πέρασε έχει απαλύνει τις ψυχές όσων βίωσαν τη φρίκη ενός ψυχοσωματικού βιασμού, δεν είναι ικανός όμως να τις σβήσει. Οι ουλές παραμένουν, υπογραφή στο σώμα να τους θυμίζει όσα ένιωσαν, όσα είδαν, όσα έχασαν, όσα και όσους έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν, σε ένα σταυρό που φορτώθηκαν να κουβαλούν σε έναν αιώνιο Γολγοθά.

*Οι φωτογραφίες των πρωτοσέλιδων της εποχής, όπως επίσης και οι μαρτυρίες που αναφέρονται, είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου και ερευνητή Χρύσανθου Χρυσάνθου «Ο άλλος πόλεμος των γιατρών του '74», τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενή παραχώρηση.

koukfamily

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications