Η ασπίδα των Αρχαίων Ελλήνων

Η ασπίδα των Αρχαίων Ελλήνων που σε αντίθεση με την σημερινή εποχή, οι αρχαίοι ονόμαζαν την ασπίδα «όπλον» και την θεωρούσαν ως το σύμβολο του οπλισμού τους. Η ασπίδα ήταν προσωπικό όπλο, ταυτοποιούσε τον κάτοχο ή την πατρίδα του, είχε μέγεθος και σχήμα κατάλληλο για διακόσμηση, για την δημιουργία τροπαίου. ‘

Εφερε συνήθως ζωγραφισμένα σύμβολα αποτρεπτικού χαρακτήρα η δηλωτικού της ταυτότητας του οπλίτη. Φυλή, μονάδα ή και όνομα. Τα μέρη της ασπίδας, αν και άλλαζαν μορφή, παρέμεναν όμοια και στην Αρχαιότητα και στους μεταγενέστερους χρόνους: Ομφαλός, Μεσομφάλιον, Επομφάλιον, Όχανον, Ίτυς, Κύκλος, Άντυξ. Διάσημες επώνυμες ασπίδες που ο Θρύλος τις έσωσε ήτανε, η ασπίδα του Αχιλλέα, η οποία κατασκευάστηκε από τον Ήφαιστο και τους Κύκλωπες. Ο Όμηρος έδωσε μια υπέροχη αναφορά της κατασκευής αυτής:

χαλκὸν δ᾽ ἐν πυρὶ βάλλεν ἀτειρέα κασσίτερόν τε καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον: αὐτὰρ ἔπειτα θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, γέντο δὲ χειρὶ ῥαιστῆρα κρατερήν, ἑτέρηφι δὲ γέντο πυράγρην. Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα. πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες: αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν. Ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν, ἠέλιόν τ᾽ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα,τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος Ἄρκτόν θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει, οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο…

(Εβαλε ο Ήφαιστος σκληρό χαλκό και κασσίτερο στη φωτιά, και χρυσό πολύτιμο και άργυρο. ‘Εβαλε έπειτα στον ακμοθέτη μεγάλο αμόνι, πήρε με το χέρι του γερή βαρειά και στο άλλο πήρε την μασιά. Πρώτα έκανε ασπίδα μεγάλη και στιβαρή από παντού στολίζοντάς την, και γύρω στεφάνι έβαλε φωτεινό τριπλό που αστράφτει, και σ’ αυτό στήριξεν αργυρό τελαμώνα. Πέντε ήσαν αυτής της ασπίδος οι πτυχές. Κι επ’ αυτής εποίησεν λογιών εικόνες με το σοφό μυαλό του. Επάνω της την γην έφτιασε και τον ουρανό, και τη θάλασσα, και τον ακάματο ήλιο και την πανσέληνο, και τα αστέρια πάντα, με τα οποία ο ουρανός στεφανώνται, και τις Πλειάδες και τις Υάδες και τον σθεναρό Ωρίωνα και την Άρκτο που και Άμαξα τη λένε, η οποία αυτού στρέφεται και τον Ωρίωνα καραδοκεί, που άμοιρος είναι στα λουτρά του Ωκεανού.) Η Αιγίς του Ζευ Η ασπίδα του Δία, την οποία έφτιαξε ο Ήφαιστος από το δέρμα της Αμάλθειας, της κατσίκας, με το γάλα της οποίας είχε ανατραφεί ο Δίας.

Τη στόλισε κιόλας με λαμπρές παραστάσεις. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις ο Δίας τη δάνειζε στα πιο αγαπημένα του παιδιά, την Αθηνά και τον Απόλλωνα. Ο Όμηρος ονομάζει το Δία «αιγίοχο», ακριβώς επειδή κρατούσε την αιγίδα. (Στο ετυμολογικό λεξικό του Hofmann, δίδεται η ετυμολογία αιγίς=καταιγίς, από το «αίγες» που σημαίνει «υψηλά κύμματα») Ο Ευριπίδης στον «Κύκλωπα» του [στ. 360] βάζει τον χορό να λέει στον Κύκλωπα: «Εὐρείας λάρυγγος, ὦ Κύκλωψ, ἀναστόμου τὸ χεῖλος: ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς ἄπο χναύειν βρύκειν κρεοκοπεῖν μέλη ξένων δασυμάλλῳ ἐν αἰγίδι κλινομένῳ.» (…καθώς σε μαλακό ξαπλώνεις γιδοτόμαρο) Ο Αισχύλος στις «Ευμενίδες» του (στ.404) βάζει την Αθηνα να λέει:

ἦλθον ἄτρυτον πόδα, πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος» (ήρθα μ΄ακούραστα πόδια, κουνώντας σαν φτερά τις δίπλες της αιγίδας). Άλλες ονομασίες που συναντούμε σε τραγωδίες ή έπη για την ασπίδα: Δασύμαλλος, Έμφυλος αιγίς(με επίσημα της φυλής), Ερίτιμος, Αγήρως, Αθάνατη, Φθισίμβροτος. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Κάρες επέφεραν σημαντικές βελτιώσεις στην ασπίδα. «…καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρες εἰσὶ οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήια ποιέεσθαι, καὶ ὄχανα ἀσπίσι οὗτοι εἰσὶ οἱ ποιησάμενοι πρῶτοι· τέως δὲ ἄνευ ὀχάνων ἐφόρεον τὰς ἀσπίδας πάντες οἳ περ ἐώθεσαν ἀσπίσι χρᾶσθαι, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες, περὶ τοῖσι αὐχέσι τε καὶ τοῖσι ἀριστεροῖσι ὤμοισι περικείμενοι.(Ηροδότου Ιστορίαι 1 – Κλειώ) Άλλες χρήσεις της ασπίδος Ως επιτάφειο φορείο: «Άλλη προσαναδιδοῦσα τῷ παιδὶ τὴν ἀσπίδα καὶ παρακελευομένη· «τέκνον» ἔφη, «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς.»(Πλούταρχος: Λακαίνων Αποφθέγματα) Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους ως Θριαμβικό Φορείο Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο. Αν ήταν χάλκινη, κατεδειχνε την έκταση του στρατεύματος που επιτίθεται. Αν οι ασπίδες ήταν δερμάτινες τις έβαφαν άσπρες για να τις καταστήσουν πιο φανερές.

Ο Αισχύλος στο «Επτά έπι Θήβας» στ. 89 αναφέρει: «ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατε. ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα]» (Αλλοί μου, αλλοί, Θεοί, Θεές, το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ’ από με. Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά καλοέτοιμος με τις λευκές ασπίδες του ο λαός τραβώντας κατά μας.» Το επίσημο, τό σημάδι πάνω στην ασπίδα, ήταν συνήθως ένα αποτρόπαιον, δηλαδή σύμβολο που αποσκοπούσε στην αποτροπή (τροπή σε φυγή) του αντιπάλου. Κάτι σαν σκιάχτρο και φυλαχτό μαζί. Το μέγεθος της ασπίδας και η στάση των οπλιτών «παρ ασπίδα» έδειχναν πλατύτερη την παράταξη, τα λοφία στα κράνη την έδειχναν ψηλότερη. Ενας ψυχολογικός τρόπος εκφοβισμού.

Χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως μέσον απώθησης των εχθρικών γραμμών. Έπεφταν επάνω στις γραμμές των αντιπάλων χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους για να τους σπρώξουν και να τους ανατρέψουν και να δημιουργήσουν ρήγμα στις εχθρικές γραμμές. Σε αυτή την προσπάθεια βοηθούσε ο ομφαλός. Σιδερένιος και πολλές φορές μυτερός έκανε την ασπίδα ένα επιθετικό όπλο. Επίσης, όταν κτυπούσαν τις ασπίδες, με τη γροθιά ή το δόρυ, έκαναν θόρυβο τυμπάνου. Οι οπλίτες χρησιμοποιούσαν την ασπίδα ως τύμπανο για να τρομάξουν τον εχθρό, να συμμετέχουν σε λατρευτικά δρώμενα, να συνοδεύσουν τις ζητωκραυγές τους. Ο κτύπος είχε ασφαλώς και λατρευτικό χαρακτήρα. Ο Αισχύλος στο «Επτά επι Θήβας» στοίχος 100 αναφέρει: ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπον;» και συνεχίζει στον στοίχο 385: «..σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσω χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον: ἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδε, φλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένον: λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει,.. Όπως και στον Απολλόδωρο Βιβλίο 1,στίχος 7: οἱ δὲ Κούρητες ἔνοπλοι ἐν τῷ ἄντρῳ τὸ βρέφος φυλάσσοντες τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας συνέκρουον, ἵνα μὴ τῆς τοῦ παιδὸς φωνῆς ὁ Κρόνος ἀκούσῃ. Ῥέα δὲ λίθον σπαργανώσασα δέδωκε Κρόνῳ καταπιεῖν ὡς τὸν γεγεννημένον παῖδα.. Τέλος, οι πόρπακες και οι αντιλαβές των ασπίδων αφαιρούντο όταν οι ασπίδες αφιερώνωνταν σε ναούς. Αυτό για να μην χρησιμοποιηθούν στην διάρκεια επαναστάσεων από τους επαναστάτες.

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications