Τον σκότωσα. Σας παρακαλώ, πείτε στα παιδιά μου πως σκοτώθηκα σε τροχαίο!!!

Οι άνδρες της Ασφάλειας Καλαμάτας βρέθηκαν μπροστά σε έναν καλοβαλμέν και ήρεμο άντρα που τους ομολογούσε το έγκλημα. «Καθάρισε» την σύζυγό του. Μόνος του παραδόθηκε. Το μόνο που ζητούσε ήταν να μην πουν κάτι στα παιδιά του. «Δεν θέλω να τους καταστρέψω την ζωή. Αρκετά έχουν νιώσει την ανασφάλεια και την ντροπή», είπε και κάθισε σε μια καρέκλα ζητώντας λίγο νερό.

Ο Αξιωματικός της Ασφάλειας του τράβηξε τα χαρτιά από μπροστά του και του πρόσφερε νερό. Από ένστικτο δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει ως δολοφόνο. Άλλωστε ποιος είπε ότι δεν είμαστε όλοι δυνάμει δολοφόνοι; Ο άντρας είχε ψυχραιμία στη συμπεριφορά του, μιλούσε χαμηλόφωνα και με σταθερή φωνή, ήταν αρχοντικός και το βλέμμα του δεν θύμιζε βίαιο άνθρωπο. Μόνο πόνο έβλεπε. Απέραντο πόνο.

«Σας παρακαλώ ό,τι γίνει να μείνει κρυφό από τα παιδιά μου. Δεν θέλω να τους πικράνω».
Ο Αλεξόπουλος τον ρώτησε, αν θέλει καφέ. Ζήτησε έναν ελληνικό γλυκό με μπόλικο γάλα. Διπλό. Τον παρατήρησε απροκάλυπτα. Είχε συναντήσει όλα τα υφάσματα των ανθρώπων. Δεν ήταν δολοφόνος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δολοφόνος. Έβλεπε έναν πονεμένο, αξιοπρεπή άντρα.

Θέλετε να μου πείτε τι έχει συμβεί;. Έχετε χρόνο;, τον ρώτησε ο άντρας.
Όσο χρειαστείτε, του απάντησε και εκείνος ξεκίνησε.

Γάμος με έρωτα, και κάπως βιαστικός γιατί ένα μωρό επισκέφθηκε το νεαρό ζευγάρι που ένιωθε τόσο ερωτευμένο, αν και ήταν τόσο, μα τόσο διαφορετικό. Εκείνος πολύ ερωτευμένος και πάντοτε με φτερούγες ανοιχτές για να μαζέψει όλα τα ορφανά από αγάπη. Η περιουσία αποτέλεσε το νούμερο ένα πρόβλημα για την σχέση. Εκείνος δεν μπορούσε να δεχτεί πως εκείνη ζητούσε λεφτά για να τον παντρευτεί, αλλιώς «θα τον έστελνε με ψυχασθένεια στους γονείς του και θα τον ανάγκαζε να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο από την γκρινια». Αυτό έλεγε στους συγγενείς της εκείνη, και ήταν τόσο ερωτευμένος που δεν την πίστευε. Παρών σε όλες τις συζητήσεις για το οικονομικό αλισβερίσι και πάντα με ένα βλέμμα απορίας.

Απειλές, σκεπτόταν εκείνος, που πολύ γρήγορα έγιναν πράξη. Και την περιουσία την πήρε και εκείνον, κάθε φορά που ένιωθε πως έπρεπε να διαφωνήσει με οτιδήποτε, τον έβριζε. Από το φαγητό που δεν του άρεσε μέχρι το πουκάμισο που ήταν άπλυτο. Μικρή και η ίδια, κάπου στα είκοσι πέντε, αλλά μεγαλωμένη με κακούς τρόπους, με βρισίδια στο σπίτι, με βλαστήμιες και τσαμπουκαλίκια από τον πατέρα και τον περίγυρο, γειτονικό και συγγενικό, στο ίδιο σκηνικό. Τι να σου κάνει η έρμη; Η εικόνα είναι το πιο δυνατό dna κι άσε τους άλλους να λένε ιστορίες. Δικαιολογίες βρίσκεις πανεύκολα, όταν είσαι ερωτευμένος.

Αγάπη δεν πήρε σαν παιδί, μόνο προσβολές και ξύλο. Ανάθεμα την μάνα που την γέννησε. Ποτέ του δεν τον αγάπησε, αλλά πάντα την άκουγε. Και αυτή ήταν η κλασική Ελληνίδα μάνα. Μητριαρχική και εγωίστρια. Εγωισμός ασύλληπτος. Ταυτίστηκε μαζί της. Συνώνυμες έννοιες έγιναν. Ποτέ δεν σεβάστηκε γονείς και σπίτι πατρικό η νεαρή. Μόνο κρατούσε το στόμα κλειστό για να μην χάσει την περιουσία.

Εκείνος πέρασε δύσκολα χρόνια μαζί της. Και μιλιά σε κανένα. Μην το μάθει ο πατέρας και λυπηθεί. Ήταν και άρρωστος. Στο τέλος μετά μια πενταετία πέθανε και είπε μέσα του: «Τώρα μείναμε οι δυο μας. Ο εαυτός μου κι εγώ. Άντε να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε…».

Εκείνη είχε κακό και κομπλεξικό χαρακτήρα. Πώς λέμε κακή στόφα ανθρώπου; Αυτό. Ήταν κυκλοθυμική, μίζερη, φιλοχρήματη, απίστευτα ανασφαλής και τον ζήλευε πολύ. Φοβόταν μην τον χάσει. Ήξερε ότι «της έπεφτε πολύ». Ήταν ορόφους ανώτερος σε επίπεδο, χαρακτήρα, συμπεριφορά, κοινωνικότητα, ανατροφή, συναίσθημα, γενναιοδωρία, καλοσύνη, αυτοπεποίθηση, δυναμισμό. Κι όμως έκανε καιρό, χρόνια να βάλει τη συμπεριφορά της σε όριο. Έκαναν τρία παιδιά, που έβλεπαν αρκετά συχνά τα βίαια ξεσπάσματα της μητερας. Δύο κόρες κι έναν γιο.

Κάθε φορά που ανακοίνωνε κόρη στο υπερηχογράφημα ο γιατρός, εκείνη έλεγε: «βλάκας είναι δεν ξέρει τι του γίνεται». Με τις κόρες δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Είχε πάντα μακρύ χέρι. Η μεγάλη είχε χάσει ένα ετοιμόρροπο δόντι από ένα χαστούκι κάποια στιγμή και η μικρή όπως την μαλλιοτραβούσε στο πάτωμα, την κλωτσούσε. Ετών εννέα. Η μανούλα της παρούσα. Τι να πει η σιχαμένη; Αυτή της έλεγε «μη σε βάλουν στο βρακί τους». Δικό της αποτέλεσμα.

Στην αρχή ο γιος υποστήριξε εκείνη. Πάντα βρισκόταν κάτι για να κατηγορήσει τον μπαμπά. Άλλωστε αυτό συνέβαινε και μπροστά σε όποιους είχαν φίλους. Πάντα τον κατηγορούσε για κάτι χρησιμοποιώντας ψέματα ή διογκώνοντας μια κατάσταση. Στο τέλος οι άλλοι δεν την ήθελαν. Την απομάκρυναν. Ήταν τόσο κουραστική και τόσο μόνη. Και ποτέ δεν σκέφτηκε μήπως έπρεπε να αλλάξει κάτι πάνω της. Ίσως τον κακό της χαρακτήρα.

Μεγαλώνοντας, τα παιδιά την κράτησαν σε απόσταση, την ακύρωσαν ως μητέρα. Ποτέ δεν πήγαιναν κοντά της για να της ζητήσουν κάτι. Από παπούτσια μέχρι στυλό για το σχολείο. Όλα τα τακτοποιούσε από τη δουλειά του εκείνος. Την φιλοχρήματη την βόλευε αυτό, γιατί οι τσέπες της είχαν πάντα καβούρια. Χωρίς να καταλάβει πόσο κακό έκανε στον εαυτό της, συνέχισε να υιοθετεί τη συμπεριφορά της ως απολύτως σωστή. Γκρινιάρα, μίζερη, κακομοίρα, ανικανοποίητη, τσιγκούνα και πάντα με μια δικαιολογία στα χείλη.

Η ανασφάλεια και η καχυποψία έκαναν πάρτι. Όλοι ήθελαν να την ρίξουν, όλοι την αντιπαθούσαν, όλοι ήταν ύποπτοι. Και εκείνη πάντα το θύμα. Το μόνο που έκοψε ήταν τα χαστούκια εις άπαντας. Όχι από σεβασμό, αλλά από φόβο. Μεγάλωνε κι ο γιος, που όταν τολμούσε να πουλήσει τσαμπουκάδες στο σπίτι, χωρίς πολλά λόγια της έλεγε: «Κόφτο τώρα, θα σου σπάσω τα μούτρα. Άλλαξαν οι καιροί. Τώρα θα φοβάσαι εσύ».

Τον τελευταίο χρόνο η κατάσταση είχε φτάσει στο αμήν. Η κρίση την έκανε να παραληρεί. Όχι ότι είχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, αλλά εξ αφορμής της κρίσης, είχε γίνει σπάγκος και στα απαραίτητα. Η δουλειά του δεν ήταν όπως πρώτα. Εκείνη τώρα έβγαζε ακόμα πιο φειδωλό χαρακτήρα. Α, όλα κι όλα ήταν έντιμη. Από χαρακτήρα ή από φόβο, άγνωστο. Τουλάχιστον δεν έριχνε τους έξω. Γιατί τους μέσα... Εκείνος ώρες-ώρες ερχόταν σε απόγνωση. Ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει αν χρειαζόταν κάτι. Από βενζίνη στο αυτοκίνητό του μέχρι τις ανάγκες των παιδιών τους. Γιατί εξακολουθούσαν όλα τα υπόλοιπα να ακολουθούν την πεπατημένη. «Μπαμπά, πρέπει να πάρω εκείνο το βοήθημα, μπαμπά χρειάζομαι παπούτσια, μπαμπά να πληρώσουμε το τηλέφωνο…». Εκείνος είχε φτάσει σο σημείο να της λέει συχνά:

«θα σε κάνω κομμάτια και δε θα βρουν ούτε τη στάχτη σου. Με κούρασες. Πάψε!». Αυτό στοίχειωσε μέσα του. Έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως άνθρωποι με τέτοιο χαρακτήρα, κουραστικό, μίζερο, τσιγγούνικο, δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Ήταν καρκινώματα που έτρωγαν τους υγιείς. Δεν ήθελε και πολύ για να στραβώσει ανεπανόρθωτα. Η αιτία ήταν όσα έκρυβε εκείνη η λάθος επιλογή όταν ο ίδιος ήταν ερωτευμένος πιτσιρίκος στα είκοσι. Η αφορμή ανόητη, ως συνήθως. ‘Ένα κουτάκι με οικογενειακά κειμήλια. Όλων των ειδών.

«Πού είναι;» την ρώτησε για πεντηκοστή φορά την τελευταία εβδομάδα.
«Δεν ξέρω, χάθηκε».
«Πώς χάθηκε; Και συ το αντιμετωπίζεις τόσο χαλαρά; Πού το ΄χεις κρυμμένο;».
«Δεν το έχω σου είπα».
«Σιχαμένη προικοθήρα! Ξεπουλημένο τομάρι!».

Το κράτησε μέσα του. Δηλητήριο το μέσα του για κείνη. Το βλέμμα του ήταν τέτοιο που αν ο ίδιος το έβλεπε θα σωριαζόταν από τον φόβο στο πάτωμα. Εκείνη τον είδε. Τον κατάλαβε. Τα μάτια της έγιναν θολά και άγρια. Αν μπορούσε, θα τον έκανε κομμάτια. Δεν έκανε βήμα. Δεν την έπαιρνε. Είχε τα παιδιά εναντίον της. Ο γιος -έφηβο, γεροδεμένο αντράκι- την είχε απειλήσει άλλωστε. «Αν ξαναγγίξεις τον πατέρα μου, θα σου σπάσω τα μούτρα».

Μετά από λίγο την πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Άπαντες κοιμήθηκαν. Θυμήθηκε πόσες φορές κοιμόταν με αναισθησία, όταν εκείνος κλαίγοντας ατελείωτες ώρες προσπαθούσε να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της. Δεν χάθηκε πάλι στις σκληρές αναμνήσεις. Αναισθητικό ισχυρότατο και…Ένας θεός ξέρει πώς την κουβάλησε στο αυτοκίνητο και την πέταξε από τον γκρεμό. Πού θα την βρουν, δεν τον νοιάζει. Εκείνος έκανε το χρέος του. Σαν να ψήλωσε κάπως ο νους του; Μάλλον τα απωθημένα του έβγαλε. Κακό πράγμα τ’ απωθημένα. Πήγε στο Τμήμα και παραδόθηκε.

«Δεν θα πείτε τίποτα στα παιδιά μου. Όταν θα χτυπήσει το τηλέφωνο θα απαντήσετε εσείς και θα πείτε πως είχα... είχαμε τροχαίο. Σας παρακαλώ… Αρκετό κακό τους έκανα, τους κάναμε μαζί δηλαδή».

Ο Αλεξόπουλος δεν ήταν μόνος. Μαζί του εκείνο το βράδυ ήταν και ο βοηθός του. Κοιτάχτηκαν με απορία. Δηλαδή ο Αλεξόπουλος είχε πάρει την απόφασή του, ήθελε μόνο να δει την προθυμία του βοηθού του να συμμετέχει στο «έγκλημα». Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε προς το παράθυρο. Σκοτάδι. Η ώρα περασμένες τέσσερις. Τι θα έφερνε άραγε η επόμενη μέρα; Ποια απόφαση θα είχε πάρει; Ποιο μυστικό θα αποκάλυπτε ο ήλιος; Το πραγματικό ή το σκηνοθετημένο;

Θυμήθηκε τη ζωή του. Ένας πατέρας ήρωας, μια μάνα μέθυσος. Άσχημες εικόνες, δύσκολα παιδικά χρόνια. Ζούσαν στην Σπάρτη. Όλοι είχαν τα στόματα κλειστά και τα μάτια ανοιχτά. Ο μικρός είχε αυτιά, μάτια, μυαλό ορθάνοιχτο. «Μπαμπά θα την σκοτώσω» του έλεγε κάθε φορά που τον έβλεπε με χάπια. «Όχι γιε μου να σε χαρώ»...

Σκοτώθηκε μάνα του σε τροχαίο. Την πήρε σβάρνα ένα φορτηγό. «Γλίτωσε ο πατέρας μου». Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη. Δεν έχυσε δάκρυ πάνω από την μάνα του. Μόνο ένας αναστεναγμός του βγήκε φωναχτός κάποια στιγμή. Όταν μπήκε η μάνα του στο χώμα.
Γύρισε στον άντρα.

«Δώσε μου ξανά τα στοιχεία σου, σε παρακαλώ. Παραμιλούσες τόση ώρα, θυμάσαι κάτι; Μπράβο σου, πάντως, που ήσουν μεθυσμένος και προτίμησες να έρθεις ως εδώ από το να γυρνάς στους δρόμους. Ευτυχώς που βγήκες από το αυτοκίνητο. Θα ήσασταν και οι δύο νεκροί τώρα. Κρίμα που δεν πρόφτασες να σώσεις από το τροχαίο και την γυναίκα σου. Αν κι εκείνη ήταν περισσότερο συνετή, ίσως να μην έπεφτε με το αυτοκίνητο στον γκρεμό…
Όταν νιώσεις καλύτερα, θα σε συνοδεύσει ο συνάδελφος στο σπίτι σου. Θέλεις μήπως άλλον έναν καφέ;

Ο αστυνομικός

Σημ. στο πρωτότυπο αν πάτε τα φύλα είναι αντίθετα και τ’ άλλαξα επίτηδες διότι βαρέθηκα τους μονόφθαλμους κι εμένα μου αρέσει να βλέπω και με τα δύο μάτια. Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι προνόμιο των αντρών και η μόνη διαφορά είναι στον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται λόγω βιολογίας και ναι μεν απεχθάνομαι τους δήθεν άντρες αλλά άλλο τόσο απεχθάνομαι και τις δήθεν γυναίκες που αρέσκονται να ευνουχίζουν οποιοδήποτε αρσενικό βρεθεί κοντά τους από τον γιό τους έως τον σύζυγό τους.

Όχι μόνο είναι άδικο να φταίνε μόνο και πάντα οι άντρες αλλά είναι και ψευτικο και υποκριτικό κι αν θέλετε την ωμή αλήθεια περισσότερη βία υπόκεινται οι άντρες από τις συζύγους με τα αμέτρητα “θέλω” και “πρέπει” αλλιώς είσαι Χ Χ Χ τα μύρια όσα αλλά απλά δεν φαίνονται προς το παρόν κι αυτό διότι δεν έχουν που ν’ απευθυνθούν πλην του ψυχίατρου και του νευρολόγου. Το θέμα είναι πως αν οι γυναίκες δεν αντιληφθείτε σύντομα πως γέρνετε την ζυγαριά μονόπαντα τότε λυπάμαι που σας το λέω αλλά θα καταντήσετε σαν τις δυστυχισμένες στο s@x and the city εκτός αν όντως τις έχετε για πρότυπο οπότε…

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications