Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, μια τραγική ιστορία συνέβη σ’ ένα πουριτανικό χωριό της Νέας Αγγλίας, στην Αμερική, το Salem.

Το Salem ήταν τότε ένα ήσυχο χωριουδάκι κοντά στη Βοστόνη, που και εκείνη με τη σειρά της ήταν ένα μεγάλο χωριό. Φιλήσυχοι άνθρωποι και ευσεβείς πουριτανοί, οι κάτοικοι του Salem κατελήφθησαν κάποια στιγμή από ομαδική παραφροσύνη, η οποία είχε ολέθρια αποτελέσματα.

Την εποχή εκείνη, οι άνθρωποι πίστευαν βαθιά στην ύπαρξη της μαγείας. Τον Φεβρουάριο του 1692, λοιπόν, έφτασε στο Salem ένας νέος πάστορας, ο Αιδεσιμότατος Samuel Parris, ο οποίος είχε φέρει μαζί του και δύο ερυθρόδερμους σκλάβους, τον John και την Tituba, που τους είχε αγοράσει στις Δυτικές Ινδίες.

Ο Αιδεσιμότατος Samuel είχε μια 9χρονη κόρη, την Betty, η οποία διηγήθηκε στις φίλες της τις περίεργες ιστορίες που άκουγε από τη σκλάβα του σπιτιού, την ιθαγενή Tituba με τους παράξενους τρόπους και τις ακόμη πιο παράξενες συνήθειες.

Η Betty Parris, μαζί με τις φίλες της, την Abigail Williams 11 ετών, την Ann Putman 12 ετών και τη μητέρα της, τη Mary Walcott, τη Mercy Lewis και μερικές άλλες γυναίκες γύρω στα 30, συνήθιζαν να μαζεύονται τα βράδια και να ακούν τις αλλόκοτες ιστορίες για μαγείες των σκλάβων, για προφητείες, για πνεύματα και φαντάσματα, που η Tituba κατείχε τόσο καλά από τη φυλή της στα Barbados.

Και έξω ο βοριάς λυσσομανούσε και οι λύκοι ούρλιαζαν και τα κλαδιά των δέντρων έδερναν τις στέγες και τα κορίτσια κάθονταν μπροστά στη φωτιά και γούρλωναν τα μάτια τους σε κάθε κουβέντα της σκλάβας. Εύπιστα παιδιά, κορίτσια στην εφηβεία και γυναίκες αγράμματες, δεν άργησαν να επηρεαστούν από τη γοητεία του αγνώστου και του υπερφυσικού, με τα οποία τους κερνούσε σπάταλα η Tituba.

Και σε λίγο, όλες τους άρχισαν να παρουσιάζουν φαινόμενα υστερικά. Σέρνονταν στα χώματα, έβγαζαν άναρθρες κραυγές, τρέκλιζαν και παραπατούσαν, ωρύονταν και γδέρνονταν, ενώ έτρεμαν μπροστά σε φανταστικές οπτασίες και φριχτά φαντάσματα.

Το φοβερό αυτό νέο διαδόθηκε σαν σπίθα σε ολόκληρο το χωριό. Κάτι βέβαια δαιμονικό θα είχε συμβεί. Κανείς δεν είχε σκεφτεί την πιθανότητα ότι μια διαρκής αφήγηση μύθων βρυκολάκων, φαντασμάτων, μαντείας και μαγγανειών θα ήταν δυνατόν να επιδράσει καταλυτικά στο μυαλό αυτών των κοριτσιών και γυναικών.

Η μαζική αυτή υστερία εκλήφθηκε ως διαβολική συνέργεια. Ο Αιδεσιμότατος Samuel Parris κάλεσε και άλλους ευυπόληπτους κληρικούς και ιατρούς να εξετάσουν τα «δαιμονισμένα» παιδιά. Κι ένας από αυτούς, ο ιατρός William Griggs αποφάνθηκε ότι επρόκειτο βεβαιωμένα περί μαγγανείας.

Εν τω μεταξύ, τα «δαιμονισμένα» παιδιά άρχισαν να παίρνουν τον ρόλο τους στα σοβαρά. Όλος ο κόσμος τα περιεργαζόταν και είχαν μετατραπεί σε σημαίνοντα άτομα της μικρής αυτής κοινωνίας. Τα υστερικά τους ξεσπάσματα είχαν πληθύνει και έψαχναν να βρουν ποιος τους είχε βάλει μέσα τους ετούτα τα δαιμόνια.

Σε λίγο, τρεις γυναίκες συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι είχαν κάνει μάγια στα παιδιά. Οι συλληφθείσες ήταν η Sarah Good, η Sarah Osborne και η Tituba. Δύο Δικαστές, οι John Hathorne και Jonathan Corwin, κατέφτασαν στο μικρό χωριό του Salem και η δίκη άρχισε με κάθε επισημότητα.

Η Sarah Good και η Sarah Osborne ήταν δύο ασήμαντες γριές. Η πρώτη ήταν μια ζητιάνα αφρόντιστη και ατημέλητη, ενώ η δεύτερη θεωρήθηκε αμέσως ύποπτη, γιατί είχε μερικές εβδομάδες να παραστεί στην κυριακάτικη λειτουργία.

Οι Δικαστές ήταν προκατειλημμένοι. Η πρώτη ερώτηση που έκαναν στη Sarah Good ήταν:
-Με ποιον διάβολο έχεις σχέσεις;
-Με κανέναν, απάντησε η ηλικιωμένη.
Αλλά, ο Δικαστής δεν είχε πάψει να παρατηρεί τα «δαιμονισμένα» παιδιά, τα οποία στέκονταν επισήμως στην άκρη της αίθουσας, φρόνιμα και υποτακτικά. Είχαν φορέσει τα καλά τους και επιδεικνύονταν υπερήφανα, διότι είχαν γίνει τα πιο σπουδαία πρόσωπα της κοινότητας.

Και ο Δικαστής συνέχισε ακόμα πιο βλοσυρά:
-Δεν έχεις συνάψει συμβόλαιο με τον Σατανά;
-Όχι.
-Γιατί ενοχλείς αυτά τα παιδιά;
-Μα, δεν τα ενοχλώ.
-Ποιον βάζεις τότε να τα ενοχλεί;
-Κανέναν!

Ο Δικαστής στράφηκε στα παιδιά:
-Η γριά Sarah Good δεν είναι μια από τις μάγισσες που σας βασάνιζαν;
-Ναι! Βέβαια! αποκρίθηκαν όλα μαζί.
Και ξάφνου, σαν να δόθηκε το σύνθημα, άρχισαν να δαιμονίζονται μέσα στην αίθουσα, να τρέμουν και να έρπονται καταγής, ουρλιάζοντας και βογκώντας.

Μόλις ο Δικαστής διέταξε να τα οδηγήσουν κοντά στην ηλικιωμένη, για να την αγγίξουν, τότε, ω του θαύματος, τα παιδιά μεμιάς ησύχασαν και επανήλθαν. Δε χρειάζονταν τίποτε άλλο. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και με την άλλη γυναίκα. Και οι δυο, με συνοπτικές διαδικασίες, καταδικάστηκαν να κρεμαστούν.

Η τρίτη κατηγορούμενη, η σκλάβα Tituba, ήταν αρκετά έξυπνη και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή της. Δε δίστασε να δηλώσει ότι είχε πέσει και η ίδια θύμα των δύο γριών, οι οποίες την υποχρέωναν με μάγια να βασανίζει τα παιδιά. Μάλιστα, καθώς τα έλεγε αυτά η πανούργα σκλάβα, καταλήφθηκε τάχατες από σπασμούς και αυτό ήταν αρκετό ώστε να θεωρηθεί η μαρτυρία της αξιόπιστη. Η Tituba γλίτωσε τη θανατική ποινή, αλλά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Αλλά το κοινό δε σταμάτησε εκεί. Τα παιδιά πήραν στα σοβαρά την όλη κατάσταση, που τα είχε καταστήσει ταυτοχρόνως θύματα και ήρωες. Και άρχισαν, δίχως διόλου τύψεις, να κατηγορούν αδιακρίτως ανθρώπους αθώους ότι τα βασάνιζαν με κακόβουλα δαιμόνια. Έτσι, δύο ευλαβείς και εντελώς αμέτοχες γυναίκες συνελήφθησαν κι αυτές αδίκως και στάλθηκαν στην αγχόνη.

Ολόκληρο το Salem είχε βουλιάξει στον βούρκο της εύκολης μαγγανείας και της αλληλοκατηγορίας. Για οποιαδήποτε αφορμή, για κάθε γελοία αιτία, ο ένας κατηγορούσε τον άλλον, ο γείτονας τον γείτονα, ο φίλος τον φίλο, για σατανισμό και άσκηση μαγείας, σε τέτοιο βαθμό, που το δικαστήριο είχε κατακλυστεί από παρανοϊκές καταγγελίες και τα υστερικά ξεσπάσματα είχαν καταντήσει καθημερινή ρουτίνα.

Η Susannah Martin, για παράδειγμα, καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού ως μια από τις διαβόητες «Μάγισσες του Salem», διότι, όπως αποδείχτηκε, βάδιζε μια μέρα σ’ έναν λασπωμένο δρόμο και το φουστάνι της δε λερώθηκε καθόλου!

Ένας πάστορας, ο George Burroughs, καταδικάστηκε να απαγχονιστεί, γιατί σήκωνε το βαρύ του όπλο, βαστώντας το μόνο από την κάννη με το ένα δάχτυλο. Αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τη βοήθεια του Διαβόλου! Τριάντα πέντε άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο, καταδικασμένοι ως μάγοι, με την απλή και αναπόδεικτη καταγγελία αυτών των υστερικών και επιπόλαιων παιδιών.

Στο τέλος, όμως, η σκληρότητα και η εγκληματικότητα των «δαιμονισμένων» παιδιών ξεσκεπάστηκε πανηγυρικά και αποκαλύφθηκε γυμνός ο τρόμος!
Είχαν κατηγορήσει και τη γυναίκα του Διοικητή ολόκληρης της περιφέρειας, η οποία ήταν πασίγνωστη για την ευσέβεια και για τις αγαθοεργίες της. Αυτό ήταν πλέον αρκετό να αντιληφθεί ο κόσμος ότι επρόκειτο για μια τρομακτική εγκληματική σκηνοθεσία, που είχε προκαλέσει η επιδεικτική μανία των παιδιών εκείνων.

Τα «δαιμονισμένα» παιδιά και οι «Μάγισσες του Salem» αποτέλεσαν ένα από τα πιο ερεβώδη κεφάλαια της παγκόσμιας Ιστορίας, καταδεικνύοντας περίτρανα τα σκοτάδια των δεισιδαιμονιών και ενίοτε και της ανθρώπινης ψυχής.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 22/04/1937

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications