ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ (1922-1983)
ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ (1922-1983)

«Υπάρχουν μέσα μου ο άνθρωπος και η καλλιτέχνης. Μερικές φορές είναι δύο καλοί φίλοι. Άλλες φορές είναι δύο καλοί αντίπαλοι. Πάντα, όμως, στο τέλος, το τι θα κάνει η Λαμπέτη το αποφασίζουν μαζί.» Ε.Λ. Γεννημένη ως Έλλη Λούκου, στις 12 Απριλίου 1922, ήρθε στον κόσμο δεύτερη μετά τον δίδυμο αδελφό της Τάκη. Μητέρα της ήταν η Αναστασία κι ο πατέρας της ο Κώστας Λούκος,ταβερνιάρης στο επάγγελμα στην περιοχή Βίλια Αττικής.

Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ήταν η Φωτούλα, η Κούλα, ο Τάσος, η Ειρήνη και η Αντιγόνη. Η οικογένεια «θύμα» της αστυφιλίας, μετακόμισε στην Αθήνα το 1928. Το σπίτι με τον κήπο έδωσε τη θέση του σ’ ένα άλλο με δύο κάμαρες, δίπλα σε μια μάντρα, όπου ο Λούκος θα αρχίσει εμπόριο ξυλείας.

Το πατρικό στα Βίλια έγινε το εξοχικό για τις καλοκαιρινές διακοπές μέχρι που υποθηκεύτηκε για τις ανάγκες της οικογένειας σε μετρητά. Εφτά χρόνια μετά θα το χάσουν οριστικά. Η οικογένεια Λούκου ήταν μια παράξενη οικογένεια: η Φωτούλα είχε πάθος με τη μουσική, ο Τάσος είχε εξαιρετική φωνή τενόρου, η Κούλα έγραφε στίχους, η Ειρήνη ζωγράφιζε και η Αντιγόνη ονειρευόταν να γίνει δασκάλα. Μια κοινή μοίρα ενώνει τα αδέλφια η οποία δεν περιορίζεται μόνο την καλλιτεχνική τους φύση.

Ένας γιατρός ήταν ο πρώτος που κατά τον Φρέντυ Γερμανό, «προφήτευσε» στη Λαμπέτη τον προορισμός της στη ζωή. Μετά από μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας της είπε πως η τομή ήταν πολύ μικρή και έτσι δεν θα φαινόταν καθόλου όταν θα έβγαινε στο …θέατρο. Το 1941, η νεαρή Έλλη αντιμετώπισε δύο μεγάλες αποτυχίες και μια «βάπτιση».

Πρώτον, απορρίφθηκε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μετά από την σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όσο για την «βάφτιση», ο θείος της Τάσος Σταμάτης της αλλάζει το επίθετο από Λούκου σε Λαμπέτη ως πιο καλλιτεχνικό, θα είναι ο ίδιος που θα μιλήσει στον Σπύρο Μελά για να μεσολαβήσει ώστε η Έλλη να γίνει δεκτή στην σχολή της Κοτοπούλη. Έτσι κι έγινε παρά το γεγονός ότι η Κοτοπούλη δεν την θεωρούσε άξια, η Λαμπέτη κατάφερε όμως να την κατακτήσει με την είσοδο της κιόλας στην σχολή, ερμηνεύοντας έναν μονόλογο από την Αντιγόνη, γεγονός παράδοξο για την υπόλοιπη καλλιτεχνική της πορεία μιας που ποτέ δεν ήρθε στη συνέχεια σε επαφή με τους τραγικούς. Την ίδια χρονιά συνάντησε για πρώτη φορά τον Δημήτρη Χορν, ο οποίος ήταν μέλος της επιτροπής που την είχε απορρίψει. Μαζί θα παίξουν στην σκηνή σε μια μουσική κωμωδία, το «Ταξίδι του γάμου».

Η επόμενη χρονιά είναι για την Έλλη πολύ σημαντική καθώς ερμηνεύει τον πρώτο κανονικό ρόλο της και γράφει ιστορία. Η Κοτοπούλη την κάνει πρωταγωνίστρια στο «Η Χάννελε πάει στον παράδεισο» του Χάουπτμαν όπου συμμετέχει και η ίδια με μικρότερο ρόλο. Την άνοιξη του 1943, ο Τάσος Λούκος, ο αδελφός της δηλαδή, της σύστησε ένα παντρεμένο γοητευτικό 40άρη που μπαινόβγαινε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου δούλευε ως διακοσμητής. Αυτόν τον άνδρας θα τον ερωτευτεί η Λαμπέτη με τον πιο δυνατό και απόλυτο τρόπο και θα μείνει μαζί του για ενάμιση χρόνο.

Η ίδια σε όλη της την ζωή δεν ανέφερε ποτέ το όνομα του, παρέμεινε πάντα ο Θ.Σ., ο άντρας για τον οποίο θα μπορούσε να εγκαταλείψει ακόμη και το θέατρο. Δεν ήταν γραφτό όμως αυτή η σχέση να ευδοκιμήσει. Το 1944, ο θάνατος χτυπάει την οικογένεια Λούκου. Μια αδέσποτη σφαίρα σκοτώνει την μητέρα της Λαμπέτη την ώρα που γάζωνε στην ραπτομηχανή της. Είναι η ίδια χρονιά που η Λαμπέτη αφήνει τον θίασο της Κοτοπούλη και προσχωρεί σε εκείνον του Κώστα Μουσούρη

Μετά την Χάννελε οι ρόλοι που ερμήνευσε δεν ήταν σημαντικοί. Ο από μηχανής θεός θα εμφανιστεί στο πρόσωπο του μετέπειτα συζύγου της Μάριου Πλωρίτη, είναι αυτός που θα την πείσει ότι δεν είναι φτιαγμένη για τα ελαφρά μπουλβάρ και θα την φέρνει σε επαφή με τον Κάρολο Κουν. Κοντά στον Κουν ερμήνευσε τη Λόρα από τον «Γυάλινο κόσμο» και από το θέατρο της πλατείας Καρύτση πέρασε για να τη δει και να την θαυμάσει ολόκληρη η ελίτ των ελληνικών γραμμάτων, από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ως τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη.

Θ’ ακολουθήσει η «Αντιγόνη» του Ανούιγ με τον Λυκούργο Καλλέργη δίπλα της ως Κρέοντα και θα ολοκληρώσει με τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα. Έμεινε δίπλα στον Κουν μέχρι την άνοιξη του 1948. Για την χειμερινή περίοδο της ίδιας χρονιάς έκλεισε στο Εθνικό Θέατρο, όπου θα έπαιζε στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Μπομαρσέ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και συμπρωταγωνιστή της τον αντιπαθέστατο τότε γι’ αυτήν Δημήτρη Χορν. Ο Ροντήρης της ζητούσε να παίζει επακριβώς όπως της υποδείκνυε, κάτι που η ίδια δεν ήθελε, ενώ ο Χορν έπαιζε τις σκηνές του μαζί της χωρίς καν να την κοιτάζει. Με τον Ροντήρη εν τέλει τα βρήκαν.

Μαζί συνέχισαν στο Εθνικό με τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου, σε αυτήν την παράσταση ο Ροντήρης θα δει για πρώτη φορά τον μαθητή της σχολής Αλέκο Αλεξανδράκη. Ο Αλεξανδράκης θαύμαζε αλλά και ήταν κρυφά ερωτευμένος με την Λαμπέτη. Την παρακολουθούσε κάθε βράδυ από την κουίντα να παίζει και σιγά σιγά γεννήθηκε ένας έρωτας μεταξύ τους που τον έζησαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα κι αυτό γιατί το «μικρόβιο» του ανταγωνισμού και της καλλιτεχνικής ζήλιας τελικά τους οδήγησε στον χωρισμό.

Τον Αύγουστο του 1950, η Έλλη Λαμπέτη θα παντρευτεί στον Αι-Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη τον καλό της άγγελο, τον Μάριο Πλωρίτη. Θα μείνουν με την οικογένεια της αρχικά στην οδό Ασκληπιού. Ήταν αυτός που θα της διάλεγε τα έργα και θα τα μετέφραζε για χάρη της με κορυφαίο όλων το «Πεγκ καρδούλα μου». Η παράσταση γνώρισε τεράστια επιτυχία και η Λαμπέτη κερδίζει το Βραβείο Κοτοπούλη, που της το απένειμε η ίδια η τραγωδός.

Τον Οκτώβριο του 1951, ο Πλωρίτης πήγε με υποτροφία στην Αμερική, ενώ στην Ελλάδα ο απόηχος του Εμφυλίου είναι ακόμη αισθητός και αυτό το κλίμα μαζί με τις συλλήψεις που γίνονται συγκλονίζουν την Λαμπέτη. Με τις εκτελέσεις του Μπελογιάννη και του Μπάτση η Λαμπέτη θα πάθει τέτοιο σοκ που θα παραλύσει το δεξί μέρος του προσώπου της, τότε πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Κουρέλι» του Νικοντεμί και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε πλέον να παίξει και έτσι η παράσταση σταμάτησε.

Το 1952, βρίσκεται στον ίδιο θίασο με τους γοητευτικούς της εποχής Γιώργο Παππά και τον Δημήτρη Χορν, μαζί τους θα παίξει στο έργο «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Ράτιγκαν. Ας σημειωθεί ότι σκηνοθέτης ήταν ο Μάριος Πλωρίτης. Τις πρόβες παρακολουθεί και ένας νεαρός φίλος του Χορν από την Κύπρο ο Μιχάλης Κακογιάννης που σύντομα θα γίνει στενός φίλος της πρωταγωνίστριας.

Στη συνέχεια, ο θίασος θα ανεβάσει την «Αγαπούλα» του Σνίτσλερ, μια σημαδιακή παράσταση για την Λαμπέτη μιας που την ημέρα της πρεμιέρας στις 25 Μαρτίου 1953 πεθαίνει ο πατέρας της η ίδια όμως, δεν θα ζητήσει να αναβληθεί η πρεμιέρα. Ο Χορν θα της συμπαρασταθεί διακριτικά στο πένθος της, από εδώ και πέρα ξεκινάει να χτίζεται η σχέση τους. Αυτή όμως, την περίοδο ξεκινούν για την Αίγυπτο όπου θα γυρίσουν το «Κυριακάτικο ξύπνημα», την πρώτη ταινία του Κακογιάννη σημείο αναφοράς στην καλλιτεχνική πορεία και των δυο ηθοποιών. Είναι η εποχή που αρχίζει να ερωτεύεται τον Χορν κάτι που θα το ομολογήσει ευθέως και τίμια στον Πλωρίτη.

Με την επιστροφή τους στην Αθήνα ο Χορν νοικιάζει ένα σπίτι στην οδό Λυκείου όπου έγινε η ερωτική φωλιά του ζευγαριού. Την επόμενη χρονιά ανεβάζουν το έργο «Γαλάζιο φεγγάρι» και τον «Άνθρωπο με την ομπρέλα» και θα ακολουθήσει περιοδεία στην Κύπρο, στην Αίγυπτο και στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κύπρο θα χτυπήσει για πρώτη φορά ο καρκίνος την οικογένεια της Λαμπέτη, το θύμα είναι η αδελφή της η Κούλα. Το 1955, όταν βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη για παραστάσεις η Κούλα πεθαίνει και η ψυχοσωματική αντίδραση της Λαμπέτη είναι η προσωρινή απώλεια της όρασης της.

Η επόμενη κοινή κινηματογραφική εμφάνιση του ζεύγους Λαμπέτη-Χορν υπογράφεται σκηνοθετικά και πάλι από τον Κακογιάννη, είναι το θρυλικό «Κορίτσι με τα μαύρα». Το εξής παράδοξο συμβαίνει με αυτή την ταινία: στην Αθήνα οι κριτικοί την κατακεραυνώνουν, στις Κάνες η Ευρώπη θα παραληρεί. Τον θρίαμβο ανακόπτει άλλο ένα κρούσμα καρκίνου αυτή την φορά είναι η σειρά της τρίτης αδελφής της Έλλης της Ειρήνης με καρκίνο του μαστού. Την ίδια περίοδο η Έλλη θα μείνει έγκυος αλλά δεν θα το κρατήσει. Σκληρή δουλειά στο θέατρο, με το ένα έργο να διαδέχεται το άλλο, οι ατελείωτες σπατάλες του Χορν, οι συνεχείς μετακινήσεις είναι η καθημερινότητα του ζευγαριού το οποίο φθείρεται και συγκρούεται συνεχώς. Η σχέση τους φτάνει στο απροχώρητο και ο χωρισμός ήταν η μόνη λύση.

Στην προσπάθεια της η Λαμπέτη να ξεχάσει τον Χορν αποφασίζει το 1959 και παντρεύεται τον φημισμένο Αμερικανό συγγραφέα-σεναριογράφο Φρεντ Γουέικμαν. Η ζωή στο Χόλυγουντ την αφήνει παγερά αδιάφορη, η πολυτελής βίλα του Γουέικμαν, τα κοσμικά πάρτυ, οι γνωριμίες με όλους τους καθιερωμένους σταρ του κινηματογράφου δεν έχουν καμιά σημασία γι’ αυτήν. Όταν την κάλεσαν με τον Κακογιάννη στα γραφεία της Φοξ και της πρότειναν συμβόλαιο ενός χρόνου αρνήθηκε, της αντιπρότειναν πολυετές, δεύτερη άρνηση.

Είχε πάντα στο μυαλό της ότι ανήκει στο ελληνικό θέατρο. Από το Χόλυγουντ έφυγε με τον Γουέικμαν για το Λονδίνο και στη συνέχεια για διακοπές στην Ισπανία όπου θα μάθει ότι η αδελφή της η Φωτούλα είχε χτυπηθεί από τον καρκίνο την οποία τελικά και θα χάσει την Πρωτοχρονιά του 1959. Από καρκίνο θα χτυπηθεί και η αδελφή της η Αντιγόνη, η οποία όμως, θα μπορέσει να θεραπευτεί. Έτσι, επέστρεψε στην Αθήνα με τον σύζυγο της προκειμένου να μείνει δίπλα στην αδελφή της Το 1961 ανέβασε το «Θαύμα της Άνι Σάλιβαν» που ήταν μεγάλη αποτυχία σε αντίθεση με το επόμενο έργο «Πεγκ» που απογείωσε τα ταμεία.

Ακολουθεί το η «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντ, υπέροχη παράσταση αλλά άδεια αίθουσα. Στο τέλος της σεζόν ξαναφεύγει για την Αμερική με τον Γουέικμαν για να επιστρέψει στην Ελλάδα την Πρωτοχρονιά του 1963. Τον επόμενο χρόνο ανέβασε, με τον Κακογιάννη να την καθοδηγεί, το «Ξυπόλυτη στο πάρκο» και στη συνέχεια έπαιξε τον ένα και μόνο ρόλο που τη «στοίχειωσε» την Μπλανς Ντιμπουά από το «Λεωφορείο ο πόθος». Δούλεψε την παράσταση μόνη της, χωρίς σκηνοθέτη κάνοντας πρεμιέρα στις 9 Φεβρουαρίου του 1965 και άφησε την Αθήνα άφωνη από θαυμασμό.

Το τίμημα όμως ήταν να χάσει τόσα κιλά που έφτασε να ζυγίζει μόλις 45 στο φινάλε των παραστάσεων και με τα νεύρα της τσακισμένα. Ξαναφεύγει από την Ελλάδα στις 13 Ιουλίου του 1965. Στην Νέα Υόρκη ο Γουέικμαν θα ξοδέψει ένα μεγάλο ποσό προκειμένου να της προσφέρει το σπίτι των ονείρων της και να την κρατήσει κοντά του. Όμως, η Λαμπέτη ένα είχε στο μυαλό της, τον καρκίνο και ήθελε να κάνει εξετάσεις. Πήγε στο νοσοκομείο του Σέντραλ Πάρκ, εκεί εξήγησε στον γιατρό της το ιστορικό της οικογένειας. Εκείνος της απάντησε ότι έχει 80% πιθανότητα να νοσήσει κι αυτό εξαιτίας ενός γονιδίου στο χρωμόσωμα 17. Την συμβούλεψαν να προχωρήσει σε μαστεκτομή. Η Έλλη πήρε την απόφαση να κάνει την επέμβαση όμως, την ημέρα που θα κλεινόταν το ραντεβού ενημερώθηκε για τον ξαφνικό θάνατο του γιατρού της.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα ανεβάζει δύο παραστάσεις το «Αγία Ιωάννα» και την «Πέψι», το πρώτο αποτυχία και το δεύτερο θρίαμβος. Η αρχή του τέλους φτάνει όταν η Έλλη ανεβάζει το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη». Εν τέλει η αρρώστια θα την χτυπήσει. Έπαιζε τα «Σαράντα καράτια», η άνοιξη είχε φτάσει. Στις 30 Απριλίου του 1968 το θέατρο «Κεντρικόν» κλείνει και η Λαμπέτη χάνει το ένα της στήθος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Ο Γολγοθάς είχε ξεκινήσει. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο ταξιδεύει στην Στοκχόλμη για ακτινοβολίες.

Συνεχίζει απτόητη το θέατρο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Θεσσαλονίκη με τα «Σαράντα καράτια» και στην Αθήνα τον χειμώνα του ’69. Παράλληλα άρχισε πρόβες για την «Φράνκι», οι οποίες διακόπηκαν για μια δεύτερη επέμβαση στον Ευαγγελισμό. Από το 1970 έως το 1974 η ζωή της είχε γίνει πρωτοσέλιδο για ένα σκάνδαλο που παρακολουθούσε όλη η Ελλάδα σαν σίριαλ, όμως όλη αυτή η κατάσταση της αποστράγγιζε την ψυχή. Είχε σχέση με έναν διαφημιστή, παντρεμένο με ένα νόμιμο παιδί και ένα εκτός γάμου το οποίο μεγάλωνε δίπλα στην ηθοποιό που το λάτρευε και το διεκδικούσε σαν να ήταν δικό της, την έλεγαν Λίζα.

Εκείνη την περίοδο απέκτησε και το σπίτι της στον Αϊ-Γιάννη στο Πήλιο, με έναν υπέροχο κήπο που περιποιούνταν η ίδια ιδανικό για να περνάνε τις διακοπές τους με την Λίζα. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1971, η Αθήνα συγκλονίζεται από ένα απρόσμενο σκάνδαλο: εμπλέκουν την Λαμπέτη ανάμεσα στους θεατές των οργίων που γινόταν σε μια βίλα της Γλυφάδας, τον Νοέμβριο του 1969, με πρωταγωνιστές τρεις άντρες δύο ανήλικα κορίτσια και ένα λυκόσκυλο. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά, αφού το όνομα της Λαμπέτη αναφέρεται στο βούλευμα του ανακριτή. Η υπόθεση θα ξεκαθαριστεί μια εβδομάδα αργότερα από τους συνηγόρους των κοριτσιών καθώς και από κάποιους μάρτυρες.

Το 1972, ανεβάζει για πρώτη φορά στη ζωή της μιούζικαλ, χορεύει και τραγουδάει στην «Γλυκιά Ίρμα» μαζί με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ανάμεσα στα 1972 και ’73 θα συνεργαστεί ξανά με την Κατερίνα κάνοντας αρχικά μια αποτυχία την «Τυφλόμυγα» και στη συνέχεια με τις «Μικρές αλεπούδες» κάνει τους κριτικούς να παραληρούν. Τα επόμενα τρία έργα που θα ανεβάσει είναι η «Φθινοπωρινή ιστορία» του Αρμπούζοφ, η «Φιλουμένα Μαρτουράνου» του Ντε Φιλίππο και η «Σάρα ή τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» του Μαρκ Μέντοφ. Το 1978 και αφού έχει χωρίσει οριστικά από τον Γουέικμαν, θα συνεργαστεί με τον Μάουρο Μπαλονίνι που σκηνοθετεί τη «Φιλουμένα». Το 1980 η αρρώστια την χτυπάει και πάλι. Έφυγε αμέσως για την Νέα Υόρκη όπου νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Όρος Σινά».

Η μετάσταση ήταν στο μεσοθωράκιο και ακολούθησε θεραπεία με λέιζερ που όμως είχε ως αποτέλεσμα να παραλύσει η μια φωνητική της χορδή, ενώ έχασε και τα υπέροχα μαλλιά της. Επέστρεψε τον Σεπτέμβριο του 1980 στην Ελλάδα έχοντας κερδίσει τις καρδιές όλου του νοσηλευτικού προσωπικού το οποίο είχε εντυπωσιαστεί από την γενναιότητα της. Σε μια συνέντευξη της στον Φρέντυ Γερμανό θα πει: « Για δύο πράγματα καμάρωνα πάντα στη ζωή μου, για το στήθος μου και τα μαλλιά μου. Τα ‘χασα και τα δύο μέσα σε δέκα χρόνια.». Βρίσκει το κατάλληλο έργο μέσω του οποίου θα βιώσει την λύτρωση, είναι η «Σάρα». Μαθαίνει την νοηματική γλώσσα και έχοντας δίπλα της τον Λευτέρη Βογιατζή, δεν ερμηνεύει απλά, είναι η ίδια ο ρόλος. Ο θρίαμβος που θα ακολουθήσει είναι ο απόλυτος. Δεν το γνωρίζει ακόμη αλλά της έχουν απομείνει δεκαοχτώ μήνες ζωής.

Τα ταξίδια στην Αμερική επαναλαμβάνονται, ενώ στην Αθήνα δημοσιεύεται κάποια στιγμή η είδηση του θανάτου της. Γελάει σαρκαστικά και λέει στον Γουέικμαν: « Μόνο εγώ και ο Χέμινγουέι διαβάσαμε την είδηση του θανάτου μας». Υπουργός Πολιτισμού τότε ήταν η Μελίνα Μερκούρη η οποία προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Της πρότεινε να πάει στο Εθνικό Θέατρο και όταν η Έλλη της είπε ότι είχε χάσει και την δεύτερη φωνητική της χορδή, εκείνη πρότεινε τον «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία Ντασσέν. Θα έπαιζε το ρόλο του Λάκι και οι ηχολήπτες θα φρόντιζαν να βολέψουν την κατάσταση. Η αυλαία πέφτει στις 2 Σεπτεμβρίου του 1983 η Έλλη Λαμπέτη έφυγε οριστικά από την ζωή. Λίγες ώρες πριν είχε ζητήσει μόνο ένα τριαντάφυλλο.

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications