Η γοργόνα του Zennor..

 Η γοργόνα του Zennor..
Το χωριό Zennor βρίσκεται στις ανεμοδαρμένες ακτές της Κορνουάλλης. Τα σπίτια του είναι σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του λόφου λες και τα σήκωσε ο αέρας και τα κάρφωσε ανάμεσα στα βράχια. Το κύμα, ακομα γλύφει τις ακρογιαλιές και μερικοί ψαράδες ακόμα
πηγαίνουν με τα καΐκια τους για ψάρεμα.

Τον παλιό καιρό, η θάλασσα ήταν η αρχή και το τέλος της ζωής για τους κατοίκους του Zennor. Τους έδινε ψάρια για τροφή καθώς και για εμπόριο και μέσω της θάλασσας με τα καΐκια τους επισκέπτονταν τις άλλες πόλεις και τα χωριά. Η ώρα υπολογίζονταν με την άμπωτη
και την παλλοίρια ενώ οι μήνες και ο χρόνος, με το ψάρεμα και την επεξεργασία της ρέγγας. Δεν έπαιρναν όμως μόνο αυτοί από τη θάλασσα αλλά έπαιρνε κι εκείνη από αυτούς όταν ξαφνικές και άγριες καταιγίδες παρέσερναν ψάρια και ψαράδες στα άγρια βάθη της!
Οταν έφτανε το τέλος της μέρας και η θάλασσα ήταν γαλήνια και ήσυχη, και όλα τα καΐκια είχαν γυρίσει γεμάτα ψάρια και είχαν δέσει με ασφάλεια στο λιμάνι, οι κάτοικοι του Zennor έπαιρναν το μονοπάτι που οδηγούσε στο παλιό εκκλησάκι για να ευχαριστήσουν τον Θεό και να προσευχηθούν για μια καλή ψαριά την επόμενη μέρα. Η χορωδία έψελλνε όμορφα και μετά τον τελευταίο ύμνο έφευγαν και πήγαιναν στα σπίτια τους.
Στη χορωδία που έψελλνε τους εσπερινούς ύμνους ήταν και ένα παληκάρι, το πιο όμορφο του χωριού, ο Mathew Trewella. Ο Mathew δεν ήταν μόνο χάρμα οφθαλμών αλλά είχε και μια φωνή γλυκειά, μουσική στ’ αυτιά των χωρικών. Η φωνή του ήταν πιο γλυκειά και πιο δυνατή και από τις καμπάνες της εκκλησίας και κάθε νότα που έβγαινε από το στόμα του, ακούγονταν καθαρά και τέλεια! Ηταν ο Mathew που έψελλνε πάντα τον τελευταίο ύμνο του εσπερινού.
Ενα απόγευμα, όταν όλα τα καΐκια είχαν ρίξει άγκυρα στο λιμάνι, όλοι οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν στην εκκλησία, τα πουλιά στις φωλιές τους και αυτό το κύμα ακόμα αναπαύονταν ήσυχα στην ακρογιαλιά, κάτι αναδεύτηκε απαλά στο λιμάνι στο φως του δειλινού. Τα νερά άνοιξαν και από τα βάθη της θάλασσας ένα πλάσμα αναδύθηκε και σκαρφάλωσε σ’ ένα βράχο στον όρμο του Zennor. Ηταν ένα θαλάσσιο πλάσμα που αν και φαίνονταν σαν ένα όμορφο κορίτσι, στη θέση των ποδιών, είχε μια μακριά ασημένια και γυαλιστερή ουρά ψαριού. Ηταν μια γοργόνα, η Morveren, μια από τις κόρες του Llyr, βασιλιά της θάλασσας.

Η Morveren κάθησε πάνω στο βράχο και κοίταξε τον εαυτό της που καθρεφτίζονταν στα ήσυχα νερά. Πήρε ένα χτένι και άρχισε να χτενίζει από τα πολύ μακριά μαλλιά της τα στρείδια, τα καβουράκια και τα φύκια. Καθώς χτενίζονταν, άκουγε το μουρμούρισμα των κυμμάτων και του αέρα. Ο αέρας όμως έφερνε και την φωνή του Mathew που έψελλνε στην εκκλησία.
“Από που έρχεται το αεράκι αυτό που φέρνει ένα τόσο γλυκό τραγούδι;” αναρωτήθηκε η Morveren. Το αεράκι όμως κόπασε και μαζί του έσβησε και το τραγούδι του Mathew. Ο ήλιος βασίλεψε και η Morveren γλύστρισε ξανά κάτω από το νερό και πήγε στο σπίτι της.
Το επόμενο βραδάκι η Morveren επέστρεψε αλλά αυτή τη φορά δεν πήγε στο βράχο αλλά ήλθε κοντά στην ακτή για να ακούει καλύτερα και για ακόμα μια φορά άκουσε τη γλυκειά φωνή του Mathew.
“Τι πουλί είναι αυτό που τραγουδάει τόσο όμορφα;” αναρωτήθηκε και κοίταξε γύρω της. Δεν είδε τόποτα όμως παρά μόνο σκιές καθώς είχε βασιλέψει ο ήλιος και το σκοτάδι απλώνονταν στον όρμο.
Την άλλη μέρα η Morveren ήλθε νωρίτερα και ήταν πιο τολμηρή. Έφτασε μέχρι τα καΐκια των ψαράδων και όταν άκουσε πάλι τη φωνή του Mathew αναρωτήθηκε, “τι μουσικό όργανο είναι αυτό που παράγει τόσο όμορφη μουσική;” Απάντηση δεν πήρε παρά μόνο τον ήχο του κύμματος που έσκαγε στις καρίνες των καϊκιών.
Η Morveren ήθελε τόσο πολύ να μάθει απο που έρχονταν αυτή η μουσική ώστε βγήκε έξω στην ακτή. Από εκεί, μπορούσε να δει την εκκλησία και να ακούσει τους ύμνους που ξεχύνονταν από την ανοιχτή πόρτα της. Επρεπε οπωσδήποτε να ρίξει μια ματιά ώστε να δει με τα μάτια της ποιός ήταν που τραγουδούσε τόσο γλυκά.
Δεν το έκανε όμως γιατί ρίχνοντας πίσω της μια ματιά, είδε ότι είχε αρχίσει η άμπωτη και ήξερε ότι έπρεπε να φύγει αλλιώς θα έμενε εκεί σαν το ψάρι έξω από το νερό. Βούτηξε κάτω από το νερό και πήγε στις θαλασσινές σπηλιές όπου ζούσε με τον πατέρα της τον Llyr, βασιλιά της θάλασσας όπου και του εξιστόρισε τα πάντα.

Ο Llyr ήταν τόσο γέρος που έμοιαζε να ήταν φτιαγμένος από κάποιο κούτσουρο που το είχε φάει η αλμύρα και το νερό. Τα πράσινα μαλλιά του ανέμιζαν ανακατεμένα σαν φύκια. Οταν άκουσε αυτά που του είπε η Morveren, κούνησε το πελώριο κεφάλι του πέρα δώθε και είπε: “Το να ακούσεις, παιδί μου, είναι αρκετό. Να δεις όμως πάει πολύ!”
“Πρέπει να πάω πατέρα” είπε εκείνη, “η μουσική του, είναι μαγεία!”
“Οχι” απάντησε ο Llyr. “Η μουσική αυτή είναι ανθρώπινη, βγαίνει από ανθρώπινο στόμα. Εμείς οι κάτοικοι της θάλασσας δεν περπατάμε στη στεριά που περπατούν οι άνθρωποι.”
Ενα δάκρυ σαν μαργαριτάρι κύλησε από τα μάτια της Morveren. “Τότε ας πεθάνω από τον πόθο εδώ κάτω!” είπε.
Ο Llyr αναστέναξε και ο αναστεναγμός του ακούστηκε ωσαν ένα πελώριο κύμα να όρμησε πάνω στα βράχια. Ποτέ γοργόνα δεν είχε κλάψει πριν και αυτό τον προβλημάτισε πολύ.
“Πήγαινε τότε” είπε ο Llyr “αλλά να προσέξεις. Σκέπασε την ουρά σου με ένα φόρεμα σαν αυτό που φορούν οι γυναίκες των ανθρώπων και να προσέξεις να μην σε δει κανείς. Να γυρίσεις πίσω με την παλοίρρια αλλιώς δεν θα γυρίσεις ποτέ!”
“Θα προσέχω πατέρα!” είπε ενθουσιασμένη η Morveren. Κανείς δεν θα μ’ αρπάξει σαν να ήμουν ρέγγα!”
Ο Llyr της έδωσε ένα όμορφο φόρεμα κεντημένο με μαργαριτάρια, κοράλια και άλλα θαλασσινά στολίδια. Σκέπασε μ’ αυτό την ουρά της και κάλυψε τα γυαλιστερά μαλλιά της με ένα δίχτυ. Ετσι μεταμορφωμένη ξεκίνησε για την χώρα των ανθρώπων και την εκκλησία.
Με μεγάλη δυσκολία ανέβαινε το μονοπάτι που οδηγούσε στην εκκλησία. Τα λέπια, τα πτερύγια και η ψαρίσια ουρά, δεν είναι φτιαγμένα για περπάτημα ούτε ήταν μαθημένη να φορά φόρεμα που σέρνεται πίσω της σαν αυτά που φορούν οι γυναίκες των ανθρώπων. Σέρνοντας και στηριζόμενη στα κλαδιά κατάφερε να φτάσει στην πόρτα της εκκλησίας. Εφτασε ακριβώς την ώρα που θα έψελλνε ο Mathew τον τελευταίο ύμνο. Κανείς δεν την είδε γιατί άλλοι κοίταζαν τα βιβλιαράκια με τους ύμνους και άλλοι τη χορωδία. Τους έβλεπε όλους όμως εκείνη καθώς και τον Mathew. Ήταν όμορφος σαν άγγελος και η φωνή του ακούγονταν σαν τη μελωδία μιας άρπας που έρχονταν απ’ τον παράδεισο παρ’ όλο βέβαια η Morveren σαν γοργόνα, δεν γνώριζε τίποτα από τα δυό.





Κάθε βράδυ η Morveren ντύνονταν έβγαινε στην ξηρά και έπαιρνε το μονοπάτι που οδηγούσε στην εκκλησία. Εμενε λίγα λεπτά και πάντα έφευγε πριν σβήσει ο απόηχος απ’ τον τελευταίο ύμνο και πάντα πριν την άμπωτη. Περνούσαν οι μέρες και οι μήνες και ο Mathew γίνονταν πιο όμορφος, πιο ψηλός και η φωνή του γίνονταν πιο βαθειά και δυνατή, Η Morveren βέβαια σαν γοργόνα που ήταν ούτε ψήλωνε ούτε άλλαζε. Ετσι περνούσε ο χρόνος μέχρι που κάποια μέρα η Morveren έμεινε περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Είχε ακούσει τον Mathew να ψέλλνει έναν στίχο, μετά άλλον έναν και μετά έναν τρίτο. Κάθε φορά το ρεφραίν της φαίνονταν ομορφότερο από το προηγούμενο και κάποια στιγμή της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
Ηταν ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός αλλά αρκετός να τον ακούσει ο Mathew που γύρισε και είδε την γοργόνα που κάθονταν κοντά στην πόρτα της εκκλησίας. Τα μάτια της Morveren έλαμπαν και τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και γυαλιστερά καθώς το δίχτυ που τα είχε καλυμμένα είχε γλυστρίσει στον ώμο της. Ο Mathew σταμάτησε να ψέλλνει. Εμεινε εμβρόντητος απ’ την ομορφιά της και απ’ τον έρωτα που ένοιωσε αμέσως για κείνη.
Η Morveren τρομοκρατήθηκε όταν την είδε ο Mathew. Ο πατέρας της την είχε προειδοποιήσει ότι δεν έπρεπε να την δει κανείς. Εκτός αυτού, η ατμόσφαιρα μέσα στην εκκλησία ήταν ξερή και ζεστή καθόλου ιδανική μιας και τα πλάσματα της θάλασσας πρέπει να ζουν σε ατμόσφαιρα υγρή και κρύα. Ενοιωσε μια τρεμούλα να την κυριεύει και απομακρύνθηκε βιαστικά από την πόρτα της εκκλησίας.
“Σταμάτα!” φώναξε ο Mathew τολμηρά. “Περίμενε!” και βγήκε τρέχοντας από την εκκλησία.
Ολοι μέσα στην εκκλησία έμειναν άφωνοι και τα βιβλιαράκια με τους ύμνους έπεσαν από τα χέρια τους.
Η Morveren μπερδεύτηκε στο φόρεμά της, σκόνταψε και θα έπεφτε αν δεν την έφτανε ο Mathew να την πιάσει και να την πάρει στην αγκαλιά του.
“Μείνε!” την παρακάλεσε. “Οποια κι αν είσαι, μη φύγεις!”
Δάκρυα, αληθινά δάκρυα αλμυρά σαν το νερό της θάλασσας κύλησαν στα μάγουλα της Morveren.
“Δεν μπορώ να μείνω. Είμαι πλάσμα της θάλασσας και πρέπει να γυρίσω στον κόσμο μου.”
Ο Mathew την κοίταξε και είδε την άκρη της ουράς της που εξείχε από το φόρεμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου.
“Τότε θα έλθω εγώ μαζί σου γιατί σε σένα ανοίκω!” της είπε.
Την σήκωσε στην αγκαλιά του κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του. Γρήγορα κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα.
Ολοι όσοι ήταν στην εκκλησία και είδαν τι συνέβαινε, του φώναζαν: “Mathew σταμάτα! Γύρνα πίσω!”
“Οχι, όχι Mathew!” φώναζε κλαίγοντας η μητέρα του.
Ο Mathew όμως μαγεμένος από έρωτα για τη γοργόνα, έτρεξε ακόμα πιο γρήγορα προς τη θάλασσα.

Ολοι οι ψαράδες του Zennor καθώς και η μητέρα του έτρεξαν να τον σταματήσουν. Ο Mathew όμως ήταν δυνατός και γρήγορος και κατάφερνε να τους ξεφεύγει. Η Morveren τότε άρχισε να ξεκολλάει τα μαργαριτάρια και τα κοράλια από το φόρεμά της και να τα πετάει στο μονοπάτι. Οι ψαράδες άπλειστοι καθώς ήταν, μάζευαν τα πολύτιμα πετράδια και σταμάτησαν να τους κηνυγούν. Μόνο η μητέρα του συνέχισε να τρέχει ξωπίσω του και να τον παρακαλά να γυρίσει.
Η θάλασσα είχε ήδη υποχωρήσει. Μεγάλα βράχια φάνηκαν στην επιφάνεια. Τα νερά ήταν πολύ ρηχά για να κολυμπήσει η Morveren. Ο Mathew πήδηξε στη θάλασσα τσακίζοντας τα γόνατά του στα βράχια. Γρήγορα η μητέρα του τον άρπαξε απ’ το πουλόβερ. Εκείνος όμως προχώρησε μέχρι που το νερό έφτασε στη μέση του και κατόπιν στους ώμους του. Σε λίγο, τα νερά σκέπασαν την Morveren και τον Mathew και η μητέρα του έμεινε κρατώντας ένα κομμάτι νήμα απ’ το πουλόβερ του. Σαν πετονιά που δεν είχε πιάσει τίποτα.
Ποτέ οι κάτοικοι του Zennor δεν είδαν ξανά τον Mathew και την Morveren. Πήγαν να ζήσουν στο βασίλειο του Llyr σε παλάτια φτιαγμένα από χρυσή άμμο κάτω απ’ το νερό, στον γαλαζοπράσινο κόσμο.
Ακουγαν όμως ακόμη τα τραγούδια του Mathew που τραγουδούσε στην Morveren όμορφα τραγούδια την ημέρα και νανουρίσματα τα βράδυα. Δεν τραγουδούσε όμως μόνο για την Morveren. Είχε μάθει όμορφα τραγούδια που μιλούσαν για τη θάλασσα. Η φωνή του ακούγονταν απαλά όταν η μέρα ήταν όμορφη, βαρειά όταν ο Llyr αποφάσιζε να ταρακουνήσει τη θάλασσα. Από τα τραγούδια του Mathew οι ψαράδες του Zennor ήξεραν αν θα έπρεπε να πάνε για ψάρεμα ή να δέσουν τα καΐκια τους και να μείνουν στο σπίτι.
Υπάρχουν ακόμα μερικοί που βρίσκουν νόημα στον ήχο των κυμμάτων και στον ψίθυρο του ανέμου. Είναι αυτοί που λένε ότι ο Mathew εξακολουθεί να τραγουδά γι’ αυτούς που θέλουν ν’ ακούσουν.

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications