ΤΟ ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΟ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ ΜΠΕΗ ΣΤΗ ΣΥΚΙΑ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ
ΤΟ ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΟ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ ΜΠΕΗ ΣΤΗ ΣΥΚΙΑ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ

Μία παρουσίαση της παραθαλάσσιας οχυρής έπαυλης των Οθωμανών αυθεντών της Κορινθίας στα προεπαναστατικά χρόνια.

Στον γραφικό παραθαλάσσιο οικισμό της Συκιάς Ξυλοκάστρου υφίσταται ένα ιστορικό πέτρινο κτίριο των προεπαναστατικών χρόνων, που εντάσσεται στον ιδιόμορφο τύπο των πυργόσπιτων. Αν και βρίσκεται περίπου στο μέσο του παραλιακού μετώπου του ομώνυμου ορμίσκου και επί της Παλαιάς Εθνικής Οδού Κορίνθου – Πατρών, εντούτοις δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους διερχόμενους, καθόσον απουσιάζει η οποιαδήποτε εμφανής ενημερωτική σήμανση και ο όγκος του αποκρύβεται μερικώς στο ύψος του οδοστρώματος από λίγα δέντρα.

Η υιοθέτηση της αρχιτεκτονικής τάσης των πυργόσπιτων στον Ελληνικό χώρο ανάγεται στην ύστερη Βυζαντινή εποχή (13ος – 15ος αιώνας) και μετεξελίχτηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι λόγοι που επέβαλλαν το υπόψη είδος οχυρής κατασκευής, ήταν η επιζητούμενη ασφάλεια των ιδιοκτητών τους από ληστρικές επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από Έλληνες και Οθωμανούς μεγαλογαιοκτήμονες, ως μόνιμη ή εξοχική κατοικία στα κτήματα τους.

Το συγκεκριμένο πυργόσπιτο στην σημερινή οικιστική ζώνη της Συκιάς ανήκε στην Οθωμανική οικογένεια των Απδίμ – Παγιάνων, μια εκ των ισχυρότερων της Πελοποννήσου, στην οποία ανατέθηκε η διοίκηση της Κορίνθου στα 1717, μόλις δύο χρόνια μετά το τέλος του βραχέως χρονικού διαστήματος Β’ Βενετοκρατίας στο Μοριά (1685 – 1715). Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, ανεγέρθηκε από τον ιδρυτή του δυναστικού οίκου, τον Χαλήλ Μπέη (ή Αγά), που το κατέστησε εξοχική κατοικία και έδρα των επαρχιακών αγροκτημάτων του(1). Αν αυτή η αντίληψη έχει όντως αληθινή υπόσταση, τότε το λιθόκτιστο οίκημα θα πρέπει να θεμελιώθηκε περί την αυγή του 18ου αιώνα και δύναται να θεωρηθεί ως μία αναμνηστική κοιτίδα της παρουσίας των Τούρκων μεγιστάνων Απδίμ – Παγιάνων, προσλαμβάνοντας μία ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Κορινθίας.

Επίσης, το διώροφο κτίριο συνδέεται άρρηκτα και με την τοπική λαογραφική παράδοση, καθώς σε κοντινή απόσταση στα νοτιοανατολικά του, αναφέρεται ότι υπήρχαν κρήνες με κρύο κρυστάλλινο νερό, που διοχετεύονταν μέσω ενός πήλινου υδρευτικού αγωγού από τα ορεινά και σκιάζονταν από μία παλαιότατη μεγάλη συκιά, εκ της οποίας το μέρος αποκαλούνταν «στην Συκιά»(2). Εδώ σταματούσαν πάντοτε οι αποκαμωμένοι οδοιπόροι, προς και από την κατεύθυνση της Αχαΐας, για να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, απολαμβάνοντας την θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο. Όταν όμως οικοδομήθηκε το Οθωμανικό πυργόσπιτο, η τοποθεσία ονομάστηκε αρχικά «Πύργος» και λίγο μετέπειτα «Πυργοσυκιά», από την συνένωση και των δύο επωνυμιών.

Αυτός ο τοπογραφικός προσδιορισμός διατηρήθηκε καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και έτσι επισημαίνεται ο απάνεμος ορμίσκος σε διάφορους ναυτικούς χάρτες του Βρετανικού Ναυαρχείου των αρχών του 19ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωση και την σύσταση του αναγνωρισμένου Ελληνικού κράτους στα 1830, η περιοχή καταγράφεται πλέον με την απλουστευμένη ονομασία Συκιά στα δημόσια έγγραφα, ενώ από το 1842 άρχισε να συγκροτείται ο παραλιακός οικισμός γύρω από την οχυρή έπαυλη από εύπορους μέτοικους, προερχόμενους από τα χωριά των Τρικάλων, της Καρυάς και της Γελλήνης. Σε αυτό το χρονικό σημείο φαίνεται πως καταργήθηκαν οι κρήνες και αποκόπηκε το εμβληματικό δέντρο της συκιάς, αφήνοντας μόνο το πυργόσπιτο να θυμίζει το Οθωμανικό παρελθόν και το οποίο παραχωρήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση στον στρατηγό Σγουρό Ι., μαζί με άλλα κτήματα στην Γελλήνη, από όπου κατάγονταν η σύζυγος του.

Επιστρέφοντας στην εποχή της Τουρκοκρατίας, ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης του πυργόσπιτου της Συκιάς, ο Χαλήλ Μπέης, διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως αυθέντης της Κορινθίας και αναδείχθηκε σαν ένας επιφανής αξιωματούχος της Πελοποννήσου κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 18ου αιώνα. Στην εθιμική κληρονομική διοίκηση τον αντικατέστησε ο γιός του Νουρή Μπέης μετά το 1778, ο οποίος σταδιακά επαύξησε την εξουσία του, συσσωρεύοντας άφθονα πλούτη από την φορολογία των υπηκόων του και την αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου των τιμαρίων του.

Ο Οθωμανός αυθέντης διέμενε σε ένα πολυτελές σεράϊ στην Κόρινθο, που τότε απλώνονταν κάτω από τον επιβλητικό βράχο της Ακροκορίνθου (σημερινή Αρχαία Κόρινθος), έχοντας μία επίσημη σύζυγο, την περίφημη Νουρή Μπεγίνα και άλλες δώδεκα θεραπαινίδες στο χαρέμι του. Με την δυναμική σύζυγο του απέκτησαν στα 1784 τον Χουσεΐν Κιαμήλ, ο οποίος λέγεται ότι γεννήθηκε στους οντάδες της οχυρής έπαυλης στην Συκιά.

Μάλιστα, φέρεται να είχε την ίδια παραμάνα – τροφό με τον Θεοχαράκη Ρέντη (1778 – 1825), κατοπινό Κορίνθιο πρωτεργάτη του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας και πολιτικό. Ίσως ο μικρός Κιαμήλ να πέρασε τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο πυργόσπιτο, το οποίο έμελλε να γίνει γνωστό διαχρονικά με το όνομα του. Πριν όμως προχωρήσουμε στην περιγραφή του υφιστάμενου οικοδομήματος, αξίζει να παραθέσουμε ένα σύντομο βιογραφικό αυτής της διαπρεπούς φυσιογνωμίας, επειδή μολονότι ήταν ένας μάλλον καλοπροαίρετος ηγεμόνας και κροίσος της εποχής του, εντούτοις είχε ένα άδοξο τέλος στον δεύτερο χρόνο της Ελληνικής επανάστασης, που έδωσε την αφορμή για την διάδοση πλείστων θρύλων σχετικά με τους κρυμμένους θησαυρούς του.

Ο Κιαμήλ Μπέης διαδέχτηκε τον πατέρα του στην διοικητική εξουσία του «καζά»(3) της Κορίνθου στα 1815, υπαγόμενος οργανικά στον πασά της Τρίπολης. Η κυριαρχία του εκτείνονταν στις περιοχές Ισθμίας, Κορινθίας, Σικυωνίας, Πελλήνης, Φενεού, Στυμφαλίας, Επιδαυρίας, Τροιζήνας, καθώς και στα Δερβενοχώρια των Μεγάρων, περιλαμβάνοντας συνολικά 163 χωριά, ενώ είχε την φορολογική εποπτεία σε εδαφικές εκτάσεις σε Αρκαδία και Μεσσηνία.

Κατά την διάρκεια της συνετής διακυβέρνησης του, οι Πελοποννησιακές κτήσεις του γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση και ευημερία, με την συστηματική εκμετάλλευση των καλλιεργειών και ιδίως των ελαιόδεντρων. Η δε καταπίεση του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού φαίνεται ότι δεν ήταν ανάλογης σκληρότητας με άλλες επαρχίες της Ελληνικής υπαίθρου, καθώς ο Κιαμήλ Μπέης τηρούσε λίαν ανεκτική και αμερόληπτη στάση απέναντι στους Χριστιανούς υπηκόους τους, εξισώνοντας τους με τους Μουσουλμάνους. Η διοίκηση του αποτιμάται εξαιρετικά αποδοτική κυρίως από τους ξένους περιηγητές και ιστορικούς, οι οποίοι πολλές φορές αναφέρονται στο πρόσωπο του με εντυπωσιασμό και κολακευτικά σχόλια.

Αντίθετα, οι Γορτύνιοι προεστοί και αγωνιστές Κανέλλος Δεληγιάννης (1780 – 1862) και ο Ρήγας Παλαμήδης (1794 – 1872) τον παρουσιάζουν ως ιδιοτελή δυνάστη, μία άποψη που αποδίδεται στην προκατάληψη και αρνητική προδιάθεση τους εναντίον του, λόγω της μεταξύ τους προεπαναστατικής αντιπαλότητας στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Όμως στα απομνημονεύματα των υπόλοιπων πρωτεργατών της εθνεγερσίας του 1821, ο τελευταίος Οθωμανός αυθέντης της Κορίνθου και τα μέλη της οικογένειας του μνημονεύονται ενίοτε με συγκαλυμμένη συμπάθεια, υποδηλώνοντας την διαλλακτική συμπεριφορά τους προς τους Έλληνες κατοίκους.

Εκτός από την εκτεταμένη ακίνητη περιουσία του, ο Κιαμήλ Μπέης είχε συγκεντρώσει για λογαριασμό του υπέρογκα ποσά σε ρευστό και πολύτιμα αντικείμενα αμύθητης αξίας στο θησαυροφυλάκιο του, από την φορολογία και άλλες προσόδους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ο επιφανέστερος Τούρκος άρχοντας της Πελοποννήσου και να προσφωνείται ως «ενδοξομεγαλοπρεπέστατος». Απολάμβανε δε την εκτίμηση του σουλτάνου, ο οποίος του είχε παραχωρήσει το προνόμιο να διαμένει όπου επιθυμούσε απεριόριστα και έτσι κατείχε περί τα σαράντα περίοπτα κτίρια σε διάφορες πόλεις της Ελληνικής επικράτειας, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν και το πατροπαράδοτο πυργόσπιτο στην Συκιά Ξυλοκάστρου.

 Άποψη του εσωτερικού του νοτιοανατολικού θαλάμου του ισόγειου ορόφου, όπου υπάρχουν παλαιά έπιπλα σε κακή κατάσταση και διάσπαρτα απορρίμματα. Στα αριστερά του παραθύρου διακρίνεται το τετράγωνο άνοιγμα από το τζάκι.

Ο ίδιος και οι συγγενείς του ζούσαν πλουσιοπάροχα και σε συνθήκες απόλυτης χλιδής, με αποτέλεσμα να προσελκύουν τα ζηλόφθονα βλέμματα φίλων και εχθρών. Ο Τούρκος μεγιστάνας είχε βελτιώσει αισθητά και τις κτιριακές υποδομές των ήδη πολυτελών καταλυμάτων του πατέρα του στην Κόρινθο, τα οποία χαρακτηρίζονταν ως μεγαλόπρεπα «παλάτια» έξοχης ανατολίτικης τέχνης και περιβάλλονταν από υπέροχους κήπους. Διέθετε ακόμα και τέσσερις άμαξες «ευρωπαϊκού» τύπου με ζωγραφική διακόσμηση, σε μία εποχή που δεν υπήρχε επαρκές οδικό δίκτυο στον Μοριά, ενώ οι ντόπιοι τις έβλεπαν ως θαύματα της τεχνολογίας.

Επιπλέον, ο Κιαμήλ Μπέης είχε την φήμη ενός ευφυούς και πολύ εμφανίσιμου άνδρα με δίκαιη και φιλάνθρωπη ιδιοσυγκρασία. Σύμφωνα τις αφηγήσεις των ξένων περιηγητών, συντηρούσε τέσσερις ή πέντε συζύγους και τρεις γιούς, αλλά λίγα χρόνια πριν το 1821 παντρεύτηκε μία όμορφη χωριατοπούλα, την Γκιούλ Χανούμ, και έκτοτε ουσιαστικά σχετίζονταν μόνο με αυτή, προς την οποία επιδείκνυε σεβασμό και την παρουσίαζε ως μοναδική συμβία του(4). Στο δε χαρέμι του διέμεναν ακόμα οι γυναίκες του πατέρα του Νουρή Μπέη και του αδερφού του Μπεκήρ Αγά.

Όταν ξέσπασε το απελευθερωτικό κίνημα στις 23 – 25 Μαρτίου 1821, ο Χουσεΐν Κιαμήλ Μπέης απουσίαζε στην Τρίπολη, όπου και παρέμεινε αφού οι επαναστάτες είχαν περισφίξει το φρούριο της Ακροκορίνθου από την 1 Απριλίου.
Εκεί αποκλείστηκε από τα Ελληνικά στρατεύματα κατά την μακρόχρονη πολιορκία της πόλης, που ξεκίνησε εντατικά από τις αρχές του μηνός Ιουνίου, επικοινωνώντας δια αγγελιοφόρων με την έδρα της διοίκησης του, ενώ είχε ορισθεί αμοιβή για την σύλληψη του λόγω της βαρύνουσας σημασίας της διαπρεπούς προσωπικότητας του. Κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ο άλλοτε κραταιός Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε φυλασσόμενος υπό την εποπτεία του Μυστριώτη ιατρού και αγωνιστή Παναγιώτη Γιατράκου (1790/91 – 1851), ο οποίος του τον μεταχειρίστηκε αξιοπρεπώς παρέχοντας του κάθε επιτρεπόμενη άνεση στην Τρίπολη, στο Άργος και στην Νεμέα.

Τελικά, ο Κιαμήλ Μπέης μεταφέρθηκε στα Εξαμίλια Κορινθίας τον Δεκέμβριο του 1821, όπου είχε συγκροτηθεί το επαναστατικό στρατόπεδο με την έναρξη της δεύτερης πολιορκητικής επιχείρησης της Ακροκορίνθου(5) και του ασκήθηκαν σφοδρές πιέσεις από τους οπλαρχηγούς για να διατάξει την Τουρκική φρουρά σε συνθηκολόγηση, όμως εκείνος αρνούνταν πεισματικά.
Κατόπιν διαπραγματεύσεων και άλλων παρασκηνιακών ενεργειών, αναγκάστηκε να υπογράψει την παράδοση του φρουρίου στις 14 Ιανουαρίου 1822, τα κλειδιά του οποίου παρέλαβε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον επικεφαλής αξιωματούχο των Τούρκων πολιορκημένων Ασλάν Μπέη.

Ο αιχμάλωτος Κιαμήλ Μπέης παραδόθηκε από τον Γιατράκο στην νεοσύστατη Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος στις 19 Φεβρουαρίου 1822 και εγκλείστηκε σε φυλακή στο κάστρο της Ακροκορίνθου. Τα έσοδα από την δήμευση της πλούσιας κινητής περιουσίας του δεν ήταν τα προσδοκόμενα, καθώς δεν αποτράπηκε η ανεξέλεγκτη λαφυραγώγηση από τους εισβάλοντες επαναστάτες, παρά την ληφθείσα απόφαση του συμβουλίου των οπλαρχηγών από τον παρελθόντα Δεκέμβριο, στην οποία καθορίζονταν ότι αν η Ακροκόρινθος παραδοθεί με συνθήκη και δεν κυριευτεί με έφοδο, τότε όλα τα λάφυρα θα αποδίδονταν υπέρ του δημόσιου ταμείου.

Η αξία των κατασχεμένων ποσών, πολύτιμων λίθων, σκευών και λοιπών τιμαλφών αποτιμήθηκε στα 2.000.000 γρόσια(6), εκ των οποίων διασώθηκαν τα μισά από την περαιτέρω διασπάθιση με πρωτοβουλία του Δημητρίου Υψηλάντη (1794 – 1832). Αυτά τα περιορισμένα χρηματικά διαθέσιμα δαπανήθηκαν για τις απαιτούμενες επισκευές και την ενίσχυση των οχυρώσεων του φρουρίου της Ακροκορίνθου και περίσσεψαν μόλις 40.000 γρόσια σε πολύτιμους λίθους, που προσκομιστήκαν ως ελάχιστο βοήθημα στις νήσους του Ελληνικού στόλου. Έκτοτε άπαντες οι κυβερνώντες και οι αγωνιστές εποφθαλμιούσαν τους τυχόν κρυμμένους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, υποβάλλοντας τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειας του σε δοκιμασίες, προκειμένου να μαρτυρήσουν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες. Η κράτηση του βαθύπλουτου Οθωμανού απασχόλησε πολλές φορές την Προσωρινή Διοίκηση και στα αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας της Βουλής των Ελλήνων τηρούνται ορισμένα έγγραφα, που αφορούν το πρόσωπο του και την διαχείριση της περιούσιας του.

Παρά τις κακουχίες που υπέστη, ο Κιαμήλ Μπέης δεν παραδέχονταν ότι κρατούσε ασφαλισμένο επιπλέον καταπίστευμα ή άλλοτε αρνούνταν να αποκαλύψει το επιζητούμενο μέρος, περιπαίζοντας και επιτιμώντας τους ανακριτές του, έχοντας πλήρη επίγνωση των πεπραγμένων του ως Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας. Η απάντηση του προς υπεύθυνους της φύλαξης του είναι ενδεικτική: «Ούτε η γυναίκα μου ούτε η μάνα μου γνωρίζουν που έχω τους θησαυρούς και είναι ανώφελο να ξεσπάτε την οργή σας πάνω σε αθώους ανθρώπους.

Ότι όρους και να μου θέσετε, δεν θα συμφωνήσω, καθώς βλέπω πως ποτέ δεν τηρείτε τον λόγο σας. Είμαι σίγουρος πως είτε σας αποκαλύψω αυτά που θέλετε, είτε όχι, θα θανατωθώ σε κάθε περίπτωση. Έτσι επιλέγω να πεθάνω με την ικανοποίηση ότι δεν θα σας κάνω πλουσιότερους. Ωστόσο, ένα πράγμα να θυμάστε ότι αντιμετώπισα το λαό μου ως υπηκόους και όχι ως σκλάβους. Αν όλοι οι Μπέηδες είχαν αντιμετωπίσει τους Έλληνες όπως εγώ, αυτή η επανάσταση ποτέ δεν θα είχε ξεσπάσει»(7). Στις 3 Ιουνίου 1822 διατάσσεται από το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Ελληνικής Διοίκησης, που έδρευε τότε στο Άργος, να αποσταλεί ένας εκατόνταρχος με συνοδεία 50 ανδρών για να προσάγει εκεί τον Κιαμήλ με τους γιούς του και όλους τους σημαντικούς επίφοβους Τούρκους, αλλά αυτή η εντολή δεν υλοποιήθηκε προεξοφλώντας την μοιραία κατάληξη του ονομαστού κρατούμενου.

Η εσωτερική ξύλινη δίφυλλη διαχωριστική πόρτα μεταξύ των δύο θαλάμων του ισόγειου ορόφου με ένα επιτοίχιο ερμάριο ακριβώς δίπλα της
Στις 6 Ιουλίου 1822, ο διαβόητος Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης (1780 – 1822) διάβηκε τον Ισθμό επικεφαλής μίας ισχυρής Τουρκικής στρατιάς και στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Ο διατελών φρούραρχος της Ακροκορίνθου, ιερωμένος και δάσκαλος Ιάκωβος Θεοδωρίδης, που έφερε το βαρύγδουπο προσωνύμιο «Αχιλλέας»(8), τρομοκρατείται στην θεά των πολυπληθών εχθρικών δυνάμεων και θέλοντας να γλιτώσει την ζωή του, αποφασίσει να εγκαταλείψει το στρατηγικό φρούριο αμαχητί στα χέρια του Δράμαλη.
Επάνω στον πανικό του, ο ολιγόψυχος εκείνος επαναστάτης δεν αποτολμά να σκοτώσει ο ίδιος ή να παραλάβει σιδηροδέσμιο τον Κιαμήλ Μπέη, παρά προστρέχει άνανδρα να εξοντώσει τα χαρέμια του, χωρίς να καταφέρει ούτε και αυτό. Στις 7 Ιουλίου 1822 συγκεντρώνει τους 150 στρατιώτες του και διαφεύγει βιαστικά από το κάστρο. Πριν την αποχώρηση του ανίκανου φρούραρχου, ο Κιαμήλ Μπέης φονεύεται εν ψυχρώ μέσα στο κρατητήριο του, προκειμένου να μην ενισχυθούν με το κύρος και την οικονομική υποστήριξη του οι τάξεις του Οθωμανικού στρατεύματος, από τον πρώην υπηρέτη του Δημήτριο Μπενάκη, τον υποφρούραρχο Διαμαντή Λάλακα και τον ηγούμενο της μονής Φανερωμένης Παρθένιο Βλάχο, οι οποίοι ενέργησαν σε συνεννόηση με τον κατ’ επίφαση «Αχιλλέα».

Την επόμενη ημέρα, ο Δράμαλης εισέρχεται θριαμβευτικά και με κάθε επισημότητα στο φρούριο της Ακροκορίνθου ως ελευθερωτής. Τον υποδέχεται εγκάρδια η μητέρα του Κιαμήλ, Νουρή Μπεγίνα, μαζί με την χήρα του, Γκιούλ Χανούμ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα και περιστοιχιζόμενες από πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες. Η δε Γκιούλ Χανούμ φέρεται να υπέδειξε στον Δράμαλη ένα πηγάδι, από οπού ανασύρθηκαν 40.000 απιθωμένα πουγκιά γεμάτα με χρυσά νομίσματα και για να τιμήσει την γενναιόδωρη πράξη της, ο Οθωμανός στρατάρχης την παντρεύτηκε επάνω στον οχυρό βράχο της Ακροκορίνθου με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια.

Σχεδιαγράμματα της κάτοψης και των όψεων του πυργόσπιτου του Κιαμήλ Μπέη. (Αποτύπωση – σχεδίαση: Μαγδαληνή Δημητροπούλου, αρχιτέκτων – μηχανικός)
Πάντως, ήδη από εκείνη την περίοδο, δημιουργήθηκαν πλείστοι θρύλοι γύρω από τους απροσμέτρητους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, σύμφωνα με τους οποίους ένα μεγάλο μέρος τους είναι ακόμα κρυμμένο σε ποικίλες τοποθεσίες της Κορινθίας και είναι αρκετοί οι σύγχρονοι τυχοδιώκτες χρυσοθήρες που ψάχνουν ευκαιριακά να τους ανακαλύψουν. Σε μία από αυτές τις διαδόσεις, εικάζεται ότι σε μία σπηλιά μέσα στο αισθητικό δρυοδάσος Μονγγοστού(9), σε απόσταση 18,5 χιλιομέτρων δυτικά του Κιάτου, υπάρχει θαμμένη μία μυθώδης ποσότητα 1.000.000 Οθωμανικών χρυσών λιρών, 500 ταλάντων, 280 Βενετσιάνικων νομισμάτων και ένα μικρό κιβώτιο 20 Χ 20 εκατοστών πλήρες από σμαράγδια. Αν και πραγματοποιήθηκαν κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες ανεύρεσης του υποτιθέμενου «θησαυρού», εντούτοις αυτός παραμένει στην σφαίρα της φαντασίας των επίδοξων καιροσκόπων. Ωστόσο, η αναφερόμενη περίπτωση του δάσους Μονγγοστού έχει ένα κάπως λαογραφικό ενδιαφέρον, καθώς βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της οχυρής εξοχικής κατοικίας του Κιαμήλ Μπέη στην Συκιά Ξυλοκάστρου.

Στην παρούσα μορφή, το διαλαμβανόμενο Οθωμανικό πυργόσπιτο παρουσιάζει ορισμένες διαφορές από την αρχική κατασκευή, καθώς δέχτηκε αρκετές μεταγενέστερες τροποποιητικές επεμβάσεις, αλλά σε γενικές γραμμές ακολουθεί το πρωτότυπο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Πρόκειται για ένα διώροφο πέτρινο κτίριο με κάτοψη σχήματος πεπλατυσμένου «Τ», το οποίο προσδίδεται από ένα προεξέχον ορθογώνιο τμήμα στο μέσο της βορειοανατολικής πλευράς, που λειτουργούσε ως πυργοειδής προμαχώνας. Το ύψος του φτάνει τα 8 μέτρα και το εμβαδόν του κάθε ορόφου είναι 82 τετραγωνικά μέτρα. Το μεγαλύτερο εγκάρσιο σκέλος του καλύπτεται με τετράριχτη στέγη και ο στενότερος πυργοειδής προμαχώνας με τρίριχτη, ενώ τα πατώματα και η οροφή είναι ξύλινα.

Κατά πάσα πιθανότητα, η είσοδος στο εσωτερικό του αυθεντικού κτιρίου γίνονταν από τον βασικό χώρο διαμονής στο ύψος του δεύτερου ορόφου της νοτιοδυτικής πλευράς, μέσω μίας αποσπώμενης γέφυρας από σανίδες που στερεώνονταν σε ένα ανεξάρτητο κλιμακοστάσιο, κτισμένο περίπου 1,50 μέτρο απέναντι από την πρόσοψη, σε αντιστοιχία με τα πρότυπα άλλων παρόμοιων πυργόσπιτων της Οθωμανικής περιόδου. Κατά τις νυκτερινές ώρες, οι ένοικοι αναδίπλωναν ή απέσυραν την σανιδένια γέφυρα, απομονώνοντας την κατοικία για να προφυλαχθούν από τυχόν απρόσμενες επιδρομές ληστών και πειρατών(10). Σήμερα η πρόσβαση στον δεύτερο όροφο γίνεται από ένα κατοπινό τσιμεντένιο κλιμακοστάσιο και το ισόγειο διαθέτει την δική του είσοδο.

Άποψη του εσωτερικού από τον βορειοδυτικό θάλαμο του ισογείου ορόφου. Στο αριστερό διακρίνεται η τετράγωνη κατασκευή, που πιθανότατα χρησίμευε ως δεξαμενή ύδατος του πυργόσπιτου.

Η τοιχοποιία της οχυρής εξοχικής κατοικίας του Κιαμήλ Μπέη είναι κατασκευασμένη από αργούς λίθους συνδεμένους με κονίαμα και εσωτερικό επίχρισμα, εκτός από τα πλαίσια των κουφωμάτων και τις γωνίες που έχουν προσαρμοστεί μεγαλύτεροι κατεργασμένοι λίθοι. Από τα υφιστάμενα παράθυρα, τα τέσσερα διαθέτουν τοξωτό περίγραμμα εξωτερικά και μάλλον ανήκουν στην αρχική οικοδομική φάση του κτιρίου των αρχών του 18ου αιώνα.

Ο δεύτερος όροφος αποτελείται από ένα επιμήκη προθάλαμο, που καταλήγει σε ένα μικρό εξώστη στον πυργοειδή προμαχώνα, δύο εκατέρωθεν δωμάτια και τον χώρο του μαγειρείου αριστερά της θύρας εισόδου, ένα μέρος του οποίου διασκευάστηκε σε ένα στενό αποχωρητήριο σε νεότερη εποχή. Στα δύο δωμάτια υπήρχαν εστίες (τζάκια) στους πλευρικούς τοίχους, όπως φανερώνεται από τις διατηρούμενες ημικυλινδρικές καπνοδόχους, με την νοτιοανατολική από αυτές να φέρει στην επιφάνεια της τεμάχια ανάγλυφης διακόσμησης. Η οχύρωση του πυργόσπιτου εξασφαλίζονταν από τυφεκιοθυρίδες (πολεμίστρες) περιμετρικά στα τοιχώματα, από τις οποίες διασώζεται μόλις μία κοντά στην πόρτα του ευρύχωρου νοτιοανατολικού δωματίου, ενώ οι υπόλοιπες είναι πλέον κλεισμένες.

Το ισόγειο απαρτίζεται από δύο θαλάμους που επικοινωνούν με μία δίφυλλη ξύλινη πόρτα και χρησιμοποιούνταν για την εναποθήκευση σιτηρών, ρυζιού, ελαίου και άλλων αγροτικών προϊόντων και ενδεχομένως ως ενδιαίτημα του οικείου υπηρετικού προσωπικού. Στον βορειοδυτικό θάλαμο διαμορφώνεται ένα ορθογώνιο εσωτερικό κενό πρόσκτισμα, το οποίο πιθανότατα ήταν δεξαμενή ύδατος και στον νοτιοανατολικό υφίσταται ένα επιτοίχιο ερμάριο δίπλα από την διαχωριστική πόρτα, καθώς και το άνοιγμα ενός τζακιού που ίσως όμως να είναι μεταγενέστερη διαρρύθμιση με προέκταση της καμινάδας προς τα κάτω και μέσα από τον τοίχο, έπειτα από την κατάργηση του τζακιού του πρώτου ορόφου. Πιστεύεται δε ότι στο κτήμα της οχυρής έπαυλης βρίσκονταν και άλλα βοηθητικά κτίρια, όπως στάβλοι, λουτρά, μαγειρεία, πλυσταριό, περίπτερα, κρήνες, αποχωρητήρια κ.λπ., από τα οποία δεν έχουν διασωθεί οικοδομικά κατάλοιπα.

Άποψη του πυργόσπιτου του Κιαμήλ Μπέη από τα δυτικά. Εκτιμάται ότι είναι επιβεβλημένη η αποκατάσταση του κτίσματος και η αξιοποίηση του σε πολιτιστικό επίπεδο

Το πέτρινο πυργόσπιτο της Συκιάς παρουσιάζει σήμερα μία κυριολεκτικά τραγική εικόνα και ιδιαίτερα οι εσωτερικοί χώροι του, οι οποίοι βρίθουν από απορρίμματα, παρατημένα αντικείμενα και διασκορπισμένα παλαιά υλικά επίπλωσης. Τα επιχρίσματα των τοίχων έχουν υποστεί εκτεταμένη φθορά, όπως και τα ξύλινα πατώματα και η οροφή είναι σε κατάσταση αποσάθρωσης, με συνέπεια να εγείρονται αμφιβολίες ως προς την κανονική στατικότητα του. Το οικοδόμημα έχει κηρυχθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την απόφαση ΥΠΠΟ/Β1/Φ21/33608/683/14-7-1993 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 572/Β/2-8-1993 και έχουν εκπονηθεί κάποιες μελέτες αποκατάστασης του, αλλά ακόμα δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια ανάπλασης.

Θα μπορούσε κάλλιστα να αναπαλαιωθεί ως τοπικό λαογραφικό μουσείο, με σχετικά χαμηλό εκτιμώμενο προϋπολογισμό και με παράλληλη αξιοποίηση του κείμενου κτήματος εκτάσεως 1,8 στρεμμάτων ως μέρους αναψυχής και αναπαλαίωση των υπαρχόντων βεβλαμένων επίπλων. Εκείνο που απαιτείται σε πρώτο χρόνο, είναι η ευαισθητοποίηση και η ανάληψη μίας δέουσας πρωτοβουλίας από την Δημοτική αρχή του Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης και τους πολιτιστικούς φορείς, έτσι ώστε το πυργόσπιτο του Κιαμήλ Μπέη στην Συκιά να καταστεί σήμα κατατεθέν της περιοχής, με δεδομένο ότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οχυρής κατοικίας των προεπαναστατικών χρόνων.

Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
10 Αυγούστου 2016

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications